27/05/2016

Αδικαιολόγητη καθυστέρηση της διαδικασίας Αναθεώρησης του Συντάγματος

Στην Ελληνική Κοινωνία έχει γίνει απολύτως κατανοητό, ότι το σημερινό πρόβλημα της χώρας μας δεν είναι μόνο οικονομικό. Είναι και θεσμικό και πολιτικό. Γι΄ αυτό ο λαός μας αξιώνει βαθιές και ρηξικέλευθες τομές στη Δημόσια Διοίκηση, στη Δικαιοσύνη και στο πολιτικό σύστημα. Αυτά, όμως, μπορούν να γίνουν με μία άμεση, δομική, αποτελεσματική και σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά δεδομένα, αναθεώρηση του Συντάγματος. Η χώρα έχει πράγματι ανάγκη από μία σύγχρονη, ακομμάτιστη και αποτελεσματική Δημόσια Διοίκηση, από μία ανεξάρτητη και γρήγορη Δικαιοσύνη και από ένα πολιτικό σύστημα, που να μπορεί να υπηρετεί τις σύγχρονες αρχές μιας δημοκρατικής κοινωνίας.

Το ερώτημα, όμως, είναι γιατί δεν λαμβάνει χώρα αυτή απολύτως απαραίτητη αναθεώρηση, δεδομένου μάλιστα, ότι από το 2013 έχει παρέλθει και η από το άρθρ. 110 § 6 Σ προβλεπόμενη πενταετία από την περάτωση της προηγούμενης αναθεώρησης. Θα πρέπει δε να σημειώσω, ότι η τελευταία ουσιαστική αναθεώρηση έγινε το 2000/2001 η οποία, δυστυχώς, ήταν άτολμη και όχι θαρραλέα, ενώ το 2007/2008 που είχε γίνει μία πολύ καλή προετοιμασία, την τελευταία στιγμή, με αποκλειστική ευθύνη της τότε Αξιωματικής Αντιπολίτευσης του ΠΑ.ΣΟ.Κ., περιορίστηκε στην αναθεώρηση δύο μόνο διατάξεων. Ήτοι του άρθρου 57 Σ για την κατάργηση του επαγγελματικού ασυμβίβαστου των βουλευτών και του άρθρου 106 Σ για την ειδική στήριξη εκ μέρους της Πολιτείας των νησιωτικών και ορεινών περιοχών της χώρας μας.

Σύμφωνα με το άρθρο 110 του Συντάγματος, για την ολοκλήρωση μιας νέας Αναθεώρησης απαιτούνται δύο Βουλές και μάλιστα στη μία απ΄ αυτές είναι απαραίτητες 150 ψήφοι και στην άλλη 180, προκειμένου ν΄ αναθεωρηθεί κάθε διάταξη. Η ανάγκη για αναθεώρηση, σύμφωνα πάντοτε με την ίδια διάταξη, διαπιστώνεται με απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής, η οποία λαμβάνεται ύστερα από πρόταση 50 τουλάχιστον βουλευτών, δια πλειοψηφίας των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των μελών της. Με την πρώτη αυτή απόφαση της Βουλής, η οποία αποκαλείται Προτείνουσα (Προαναθεωρητική) καθορίζονται αριθμητικά μόνο οι αναθεωρητέες διατάξεις και όχι το περιεχόμενό τους.

Αφού ολοκληρωθεί αυτή η διαδικασία, τόσο στην αρμόδια Επιτροπή της Βουλής, όπου, πράγματι, γίνεται ουσιαστική συζήτηση και επεξεργασία, όσο και στην Ολομέλεια, θα πρέπει ν΄ ακολουθήσει και η δεύτερη ψηφοφορία στην επόμενη Βουλή, δηλ. μετά τις εκλογές, η οποία αποκαλείται Αναθεωρητική. Στη Βουλή αυτή (Αναθεωρητική) καθορίζεται το περιεχόμενο  κάθε αποφασισθείσης από την προηγούμενη Βουλή προς αναθεώρηση διατάξεως. Και στη Βουλή αυτή η συζήτηση θα γίνει, τόσο στην αρμόδια Επιτροπή, όσο και στην Ολομέλεια. Ήδη, όμως, πέρασε ένα περίπου έτος από τις τελευταίες βουλευτικές εκλογές και όμως, δεν κατατέθηκε καμία σχετική πρόταση, ώστε η παρούσα Βουλή να είναι Προτείνουσα (Προαναθεωρητική) και η επόμενη Αναθεωρητική.

Η καθυστέρηση αυτή της παρούσας Βουλής, όπως και των προηγούμενων μετά το 2013, είναι τελείως αδικαιολόγητη, δεδομένου ότι η κοινωνία είναι έτοιμη να δεχθεί μια γενναία αναθεώρηση και η σχετική προετοιμασία των προς αναθεώρηση διατάξεων είναι έτοιμη από το 2008, που, όπως προαναφέρθηκε, την τελευταία στιγμή ματαιώθηκε. Επιπλέον, στη ΝΕΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ το έτος 2014 είχε συγκροτηθεί μια επιτροπή του κόμματος για την αναθεώρηση, στην οποία είχα την τιμή να συμμετέχω, και επίσης, κατατέθηκε σχετική πρόταση από το κόμμα αυτό στην Ολομέλεια της Βουλής και, μάλιστα, συγκροτήθηκε και η σχετική Επιτροπή, αλλά, λόγω των έκτακτων εκλογών κατά τον Ιανουάριο του 2015, συνεδρίασε μόνο μία φορά και μετά διαλύθηκε, λόγω της διάλυσης της Βουλής.

Είναι, επομένως, κατεπείγουσα και επιτακτική ανάγκη ένα από τα δύο μεγάλα σήμερα κόμματα, να καταθέσει σχετική πρόταση 50 βουλευτών στην Ολομέλεια της παρούσας Βουλής, ώστε αυτή να είναι η Προτείνουσα (Προαναθεωρητική) και η επόμενα, όποτε και εάν γίνουν εκλογές, να είναι Αναθεωρητική. Εάν δε, η παρούσα Βουλή δεν θα είναι Προτείνουσα (Προαναθεωρητική) και η επόμενη Αναθεωρητική, η αναθεώρηση δεν μπορεί να ολοκληρωθεί πριν από το 2020.

Έτσι μόνο μπορεί να γίνει κάπως σύντομα η νέα αναθεώρηση, που τόσο ανάγκη την έχει η ελληνική κοινωνία και την αξιώνει επιτακτικά. Το ποιες διατάξεις πρέπει ν΄ αναθεωρηθούν  είναι γνωστό και έχουν καταγραφεί απ΄ όλα σχεδόν τα κόμματα και από άλλους ειδικούς επιστήμονες. Εκείνο, όμως, που θέλω να υπογραμμίσω με την παρούσα παρέμβασή μου, είναι η παντελώς αδικαιολόγητη καθυστέρηση έναρξης της αναθεωρητικής διαδικασίας και να επισημάνω τις τεράστιες ευθύνες εκείνων που έχουν τη δυνατότητα να κινήσουν την αναθεωρητική διαδικασία, αλλά δεν παίρνουν τη σχετική πρωτοβουλία.

Αντώνιος Γρ. Φούσας