21/06/2018

ΠΡΟΤΑΣΗ ΑΝΤ. ΦΟΥΣΑ για αναθεώρηση του Συντάγματος

 

Αθήνα 20/6/2018

ΠΡΟΤΑΣΗ

Για μία σύγχρονη και ριζοσπαστική Αναθεώρηση του Συντάγματος.

———–.———–

Ως βουλευτής συμμετείχα στη Βουλή ως βασικός εισηγητής σε τρεις διαδικασίες Αναθεώρησης του Συντάγματος και επομένως, εκ του λόγου αυτού και μόνο, έχω μία μεγάλη σχετική εμπειρία και γνώση του αντικειμένου.

Εκτός αυτού, ως νομικός, έχω ασχοληθεί πολύ και συστηματικά με το θέμα της αναθεωρητικής διαδικασίας και έχω γράψει και δημοσιεύσει πολλές σχετικές εργασίες και μελέτες.

Την περίοδο αυτή θεωρώ, ότι είναι απολύτως απαραίτητη και επιβεβλημένη μία νέα αναθεώρηση βασικών διατάξεων του Συντάγματος, και για τον λόγο αυτό, μελέτησα το όλο θέμα και συνέταξα σχετική πρόταση μου, την οποία απέστειλα προς όλους τους Πολιτικούς Αρχηγούς των εντός της Βουλής κομμάτων και η οποία έχει ως εξής:

«Στην Ελληνική Κοινωνία, ιδίως κατά την περίοδο αυτή της οικονομικής κρίσης, της υποβάθμισης των θεσμών και της γενικής απογοήτευσης, έχει παγιωθεί η ιδέα, ότι το πολιτικό σύστημα της χώρας μας πρέπει ν΄ αλλάξει ριζικά ή, έστω, να βελτιωθεί σημαντικά. Αξιώνει βαθιές, ριζικές, ρηξικέλευθες και αποτελεσματικές τομές στη Δημόσια Διοίκηση, στη Δικαιοσύνη και ιδίως στα πολιτικά πράγματα της χώρας. Αυτά όλα μπορούν, να γίνουν, τόσο με μία τολμηρή και σύγχρονη Aναθεώρηση του Συντάγματος, το οποίο, όπως είναι γνωστό, αποτελεί το θεμέλιο και τη βάση ενός δημοκρατικού και σύγχρονου πολιτεύματος και το μέσο κατοχύρωσης των συνταγματικών δικαιωμάτων των πολιτών, όσο και με την αλλαγή ή βελτίωση βασικών νόμων ή και με θέσπιση νέων, για κρίσιμα θέματα, χωρίς ν΄ απαιτείται Συνταγματική Αναθεώρηση. Π.χ. για τη μείωση του αριθμού των βουλευτών, όχι κάτω από 200, δεν απαιτείται Αναθεώρηση, αλλά μπορεί να γίνει με απλό νόμο, ούτε, επίσης, για την καθιέρωση ενός πάγιου και σταθερού φορολογικού συστήματος απαιτείται συνταγματική πρόβλεψη, όπως και για πολλά άλλα ιδιαίτερα σοβαρά και κρίσιμα ζητήματα του δημόσιου βίου μας.

          Με την παρούσα πρόταση, βασική πρόθεσή μας είναι, να συμβάλουμε ουσιαστικά στο δημόσιο διάλογο, που ήδη άρχισε, για την Aναθεώρηση βασικών διατάξεων του Συντάγματος και να καταγράψουμε, στη φάση αυτή, τις διατάξεις, που, κατά τη γνώμη μας, θα πρέπει ν΄ αναθεωρηθούν.

          Συγκεκριμένα, η Κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, δια του Πρωθυπουργού Α. Τσίπρα, σε ειδική δημόσια εκδήλωση, που έγινε την 25η Ιουλίου 2016 στα Προπύλαια της Βουλής των Ελλήνων,  κήρυξε την έναρξη της  διαδικασίας διαλόγου και διαβούλευσης, για μία Αναθεώρηση του Συντάγματος και ανακοίνωσε τους βασικούς άξονες, στα πλαίσια των οποίων, κατά την Κυβέρνησή του και το κόμμα του, πρέπει αυτή να πραγματοποιηθεί. Οφείλουμε, όμως, να παρατηρήσουμε, ότι πέρασαν από τότε μέχρι σήμερα (Ιούνιος 2018) δύο περίπου έτη, χωρίς κάποιο συγκεκριμένο αποτέλεσμα ή έστω και σχετική πρωτοβουλία και ειδικότερα χωρίς την προηγηθείσα από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό κωδικοποίηση των συμπερασμάτων από το σχετικό δημόσιο διάλογο, την οποία η Κυβέρνηση, όπως είχε υποσχεθεί, θα παρέδιδε εγκαίρως στα κόμματα, προκειμένου ν΄ αρχίσει η σχετική κοινοβουλευτική αναθεωρητική διαδικασία. Δυστυχώς, μέχρι σήμερα (Ιούνιος 2018), δεν έγινε κάτι το συγκεκριμένο και ειδικότερα, δεν έγιναν όσα κατά τον πλέον επίσημο τρόπο είχαν ανακοινωθεί τον Ιούλιο του 2016.

Επίσης, το κόμμα της Ν.Δ., δηλ. η Αξιωματική Αντιπολίτευση, από την πλευρά της, συγκρότησε ειδική επιτροπή για την μελέτη των προς αναθεώρηση διατάξεων, οι δε προτάσεις της βρίσκονται ήδη στα χέρια του Προέδρου της Κυριάκου Μητσοτάκη. Όπως δε ανακοινώθηκε, θα κατατεθεί από τη Ν.Δ. η κατ΄ άρθρ. 110 Σ πρόταση πενήντα τουλάχιστον βουλευτών, προκειμένου ν΄ αρχίσει η αναθεωρητική διαδικασία και έτσι, η παρούσα Βουλή να είναι η Προτείνουσα (Προαναθεωρητική) και η επόμενη, όποτε και εάν γίνουν εκλογές, να είναι Αναθεωρητική. Δυστυχώς, ούτε και από την πλευρά της Ν.Δ. υπήρξε μέχρι σήμερα (Ιούνιος 2018) σχετική πρωτοβουλία.

Θετικά υπέρ μιας νέας συνταγματικής Αναθεώρησης τάσσονται και τα άλλα πολιτικά κόμματα της χώρας και μάλιστα, πολλά απ΄ αυτά έχουν κάνει και συγκεκριμένες προτάσεις.

          Επίσης, και άλλοι Φορείς ή και διακεκριμένοι επιστήμονες και ιδίως συνταγματολόγοι ή και ομάδες ειδικών, έχουν ταχθεί σαφώς υπέρ μιας νέας Αναθεώρησης. Χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση είναι η εξαμελής ομάδα του πρώην Υπουργού Στέφανου Μάνου, στην οποία συμμετέχει και ο γνωστός Συνταγματολόγος – Καθηγητής Νίκος Αλιβιζάτος, όπως και άλλοι διακεκριμένοι επιστήμονες, που εκπόνησαν το από 5/6/2016 σχέδιο «ενός καινοτόμου Συντάγματος για την Ελλάδα», το οποίο, μέσω μιας ημερήσιας εφημερίδας μεγάλης κυκλοφορίας, διανεμήθηκε στον ελληνικό λαό.

Η τελευταία ολοκληρωμένη, από πλευράς διαδικασίας, Αναθεώρηση του Συντάγματος έγινε το έτος 2000/2001, με Κυβέρνηση και πλειοψηφία στη Βουλή του ΠΑΣΟΚ και Πρωθυπουργό τον Κώστα Σημίτη. Το έτος 2007, με Κυβέρνηση και πλειοψηφία στη Βουλή της ΝΕΑΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ και Πρωθυπουργό τον Κώστα Καραμανλή, άρχισε επίσης μια νέα ιδιαίτερα σοβαρή Αναθεωρητική διαδικασία. Μάλιστα, από την Ολομέλεια της Βουλής της εποχής εκείνης ψηφίστηκε η σχετική πρόταση και συγκροτήθηκε η προβλεπόμενη Επιτροπή για τον, κατ΄ άρθρ. 110 παράγ.2 εδάφ. β, «καθορισμό των διατάξεων, που έπρεπε ν΄ αναθεωρηθούν». Ο χρόνος που είχε παρέλθει από την προηγούμενη Αναθεώρηση (2000/2001) ήταν πολύ μικρός, ήτοι μόνο έξι (6) έτη και, επομένως, εκ των πραγμάτων, ο στόχος της νέας αναθεωρητικής πρωτοβουλίας, ήταν, κυρίως, να καλύψει κενά και ελλείψεις της προηγούμενης Αναθεώρησης ή και να διορθώσει λάθη της, όπως του άρθρ. 57 Σ, με το οποίο καθιερώθηκε τότε το απόλυτο επαγγελματικό ασυμβίβαστο των βουλευτών, αλλά που στη συνέχεια είχε προκαλέσει πολλές διαφωνίες και αντιδράσεις, μέσα και έξω από τη Βουλή.

Δυστυχώς, όμως, σε μία από τις συνεδριάσεις της αρμόδιας εκείνης Επιτροπής, το ΠΑΣΟΚ επικαλέστηκε, προσχηματικά, μια τυπική διαδικασία καταμέτρησης ψήφων και έτσι διακόπηκε η συνέχιση των εργασιών της. Η αλήθεια, όμως, ήταν, ότι το πρόβλημα δημιουργήθηκε για το άρθρ.16 του Συντάγματος, και ειδικότερα για τη δυνατότητα ίδρυσης και λειτουργίας στη χώρα μας μη κρατικών και μη κερδοσκοπικών Πανεπιστημίων.   Ειδικότερα, ο τότε Πρόεδρος του ΠΑ.ΣΟ.Κ.  Γ.  Παπανδρέου είχε προηγουμένως ταχθεί δημόσια με δηλώσεις του, υπέρ της ίδρυσης τέτοιων Πανεπιστημίων, αλλά στη συνέχεια, και κατά τη διάρκεια συνεδρίασης αυτής της Επιτροπής, ανέκυψε μεγάλο εσωκομματικό πρόβλημα στο ΠΑ.ΣΟ.Κ. και, δυστυχώς, διαμορφώθηκε και επικράτησε άλλη πλειοψηφία στο κόμμα της τότε Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, δηλ.  εκείνης της μη πρόβλεψης στο Σύνταγμα δυνατότητας ίδρυσης τέτοιων Πανεπιστημίων και ειδικότερα αποφασίστηκε από το ΠΑ.ΣΟ.Κ. να μην αναθεωρηθεί η διάταξη του άρθρου 16 Σ. Κατόπιν αυτών, διεκόπησαν πρόωρα οι εργασίες της Επιτροπής αυτής και συνετάγη η σχετική πρότασή της για την Ολομέλεια, με δυνατότητα τελικά αναθεώρησης δύο μόνο διατάξεων, ήτοι του άρθρου 57Σ για την κατάργηση του απόλυτου επαγγελματικού ασυμβίβαστου των βουλευτών και του άρθρου 101 Σ για την ειδική στήριξη και μέριμνα για την ανάπτυξη των νησιωτικών και ορεινών περιοχών της χώρας.

Έτσι, είχαμε τότε μία πολύ περιορισμένη Αναθεώρηση του Συντάγματος και γι΄ αυτό ορθώς γράφτηκε και συνεχώς επισημαίνεται, ότι το έτος 2008 χάθηκε μία μεγάλη ευκαιρία, για ν΄ αποκτήσει η χώρα ένα σύγχρονο, δημοκρατικό και αποτελεσματικό Σύνταγμα. Θα πρέπει δε να σημειωθεί, ότι η χαμένη αυτή ευκαιρία ήταν ακόμη μεγαλύτερη, διότι τότε όλα τα κόμματα της Βουλής είχαν κάνει πολύ ενδιαφέρουσα εργασία και προετοιμασία, αλλά και ο δημόσιος διάλογος για ένα νέο αναθεωρημένο Σύνταγμα είχε πάρει γενικότερο χαρακτήρα και τα πορίσματά του ήταν ιδιαίτερα χρήσιμα. Επίσης, και το κλίμα στην Ελληνική Κοινωνία, κατά την περίοδο εκείνη, ήταν απολύτως ώριμο και κατάλληλο για μία ολοκληρωμένη, σύγχρονη και γενναία αναθεώρηση.

Κατόπιν της, έστω και κολοβωμένης, αυτής Αναθεώρησης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 110 παράγ.6 του Συντάγματος, νέα Αναθεώρηση δεν επιτρεπόταν και δεν επιτρέπεται, βάσει της ισχύουσας αυτής συνταγματικής διατάξεως, να γίνει, πριν περάσει μία πενταετία από την περάτωση της προηγούμενης. Άρα, μόνο από το έτος 2013 και μετά, θα μπορούσε ν΄ αρχίσει και να ολοκληρωθεί μία διαδικασία νέας Αναθεώρησης. Η αλήθεια είναι, ότι από τότε (2013) και μέχρι σήμερα υπήρξαν πολλές εξαγγελίες και πολλές συζητήσεις και από πολλές πλευρές για μία νέα Αναθεώρηση, αλλά χωρίς συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Πράγματι, το κόμμα της Ν.Δ. το έτος 2014, ως Κυβέρνηση, είχε κάνει πολύ ενδιαφέρουσα προετοιμασία, αλλά και σχετική πρόταση στη Βουλή, όπως προβλέπει το ίδιο άρθρ. 110 παράγ.2 του Συντάγματος. Ειδικότερα, η πρόταση αυτή των πενήντα βουλευτών στην Ολομέλεια της Βουλής έγινε το Φθινόπωρο του 2014, η οποία, μάλιστα, ψηφίστηκε και συγκροτήθηκε και η προβλεπόμενη σχετική Κοινοβουλευτική Επιτροπή, η οποία θα έπρεπε να επεξεργασθεί το όλο θέμα και να προτείνει στην Ολομέλεια της Βουλής, αριθμητικά μόνο, τις προς αναθεώρηση διατάξεις. Εάν οι εργασίες της Επιτροπής αυτής είχαν ολοκληρωθεί και εάν μετά είχαν γίνει οι σχετικές ψηφοφορίες στην Ολομέλεια, η Βουλή της περιόδου εκείνης (2012-2015) θα ήταν η Προτείνουσα (Προαναθεωρητική) και η επόμενη θα ήταν Αναθεωρητική, και άρα θα είχαμε από τότε μια ολοκληρωμένη αναθεωρητική διαδικασία και ένα νέο σύγχρονο Σύνταγμα. Τώρα, όμως, θα πρέπει η παρούσα Βουλή (2015 και μετά) να είναι Προτείνουσα (Προαναθεωρητική), και εφόσον γίνει η σχετική πρόταση, να ακολουθήσει η συζήτηση στη σχετική Επιτροπή για τον καθορισμό των προς αναθεώρηση διατάξεων, και ακολούθως οι σχετικές ψηφοφορίες στην Ολομέλεια της Βουλής, και η επόμενη, όποτε και εάν γίνουν εκλογές, να είναι Αναθεωρητική.

Εν τω μεταξύ, όπως ορίζει το άρθρο 110 παράγ.2 και 3 του Συντάγματος, για την ολοκλήρωση μίας αναθεωρητικής διαδικασίας απαιτούνται δύο Βουλές. Εκείνη που θα διαπιστώσει την ανάγκη για Αναθεώρηση του Συντάγματος, ήτοι η Προτείνουσα (Προαναθεωρητική) και που σε δύο ψηφοφορίες, απέχουσες μεταξύ τους τουλάχιστον ένα μήνα, θα καθορίσει αριθμητικά μόνο τις διατάξεις, που πρέπει ν΄ αναθεωρηθούν. Ακολούθως, αφού, όπως προαναφέρθηκε, από την πρώτη Βουλή αποφασισθεί, κατά τα ανωτέρω, η Αναθεώρηση και προσδιορισθούν, αριθμητικά και κατ΄ άρθρο, οι αναθεωρητέες διατάξεις, η επόμενη Βουλή, μετά τις εκλογές, όποτε και εάν γίνουν, που θα είναι Αναθεωρητική, κατά την πρώτη σύνοδο της, αποφασίζει, για το περιεχόμενο κάθε αναθεωρητέας διάταξης.

Κατά την παράγ.4 του ίδιου άρθρου (110) του Συντάγματος, αν η πρόταση της πρώτης Βουλής για αναθεώρηση έλαβε την πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, όχι όμως και την προβλεπόμενη πλειοψηφία των τριών πέμπτων, η επόμενη Βουλή (Αναθεωρητική) μπορεί ν΄ αποφασίσει για το περιεχόμενο των αναθεωρητέων διατάξεων, οπωσδήποτε, όμως, με την πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των μελών της. Με άλλα λόγια, για ν΄ αναθεωρηθεί μία συνταγματική διάταξη, θα πρέπει να λάβει αυτή, σε κάθε μία από τις δύο Βουλές (σε Ολομέλεια), 180 ψήφους και στην άλλη 150. Είναι δε αδιάφορο σε ποια από τις δύο Βουλές θα πρέπει να λάβει 150 ή 180 ψήφους, αρκεί να είναι η μία από τις δύο.

Ανεξάρτητα προς όλα τα παραπάνω, το απολύτως βέβαιο είναι, ότι, κατά την περίοδο αυτή και με τα οξύτατα προβλήματα, που αντιμετωπίζει η χώρα μας, καθίσταται επιτακτική ανάγκη, να γίνει μια νέα γενναία και τολμηρή Αναθεώρηση του Συντάγματος και η παρούσα Βουλή να είναι οπωσδήποτε Προτείνουσα (Προαναθεωρητική) και η επόμενη, όποτε και εάν γίνουν εκλογές, Αναθεωρητική. Ήδη, όμως, πέρασαν τρία και πλέον χρόνια της παρούσας Βουλής και, όμως, δεν υπήρξε σχετική πρωτοβουλία και ο κίνδυνος να χαθεί και αυτή η ευκαιρία είναι, δυστυχώς, ορατός. Εάν, όμως, δεν κινηθεί η αναθεωρητική διαδικασία από την παρούσα Βουλή, δηλ. εάν δεν είναι αυτή η προτείνουσα (Προαναθεωρητική), τότε δεν μπορούμε έχουμε μία ολοκληρωμένη διαδικασία αναθεώρησης, εάν δεν περάσουν από σήμερα τουλάχιστον πέντε έτη.

———–.————

Στη σημείο αυτό, κρίνεται σκόπιμο, για λόγους πληρέστερης ενημέρωσης, ν΄ αναφερθούν όλα τα Συντάγματα, που ίσχυσαν στη χώρα μας, από την Επανάσταση του 1821 μέχρι σήμερα. Αυτό γίνεται και για λόγους συνταγματικής ιστορίας και για να γίνει αντιληπτό, πόσο εύθραυστη ήταν η δημοκρατία στην πατρίδα μας και ιδίως κατά τον 20ο αιώνα, ο οποίος ήταν γεμάτος από στρατιωτικά πραξικοπήματα και συνταγματικές εκτροπές, ενώ από το 1974, που αποκαταστάθηκε η Δημοκρατία στη χώρα μας και θεσπίστηκε ένα νέο Σύνταγμα, και ιδίως μετά το 1980 που ενταχθήκαμε πλήρως στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η χώρα μας είχε και έχει τη σταθερότερη, ομαλότερη και μακροβιότερη δημοκρατία του νεότερου Ελληνικού Κράτους, χωρίς να γίνει ούτε και σκέψη για οποιαδήποτε συνταγματική εκτροπή. Συγκεκριμένα, από το 1821 μέχρι σήμερα ίσχυσαν συνολικά δεκατρία (13) νέα Συντάγματα (από Συνταγματικές ή Αναθεωρητικές Βουλές) και η διάρκειά τους ήταν ανάλογη με το εκάστοτε καθεστώς στη χώρα μας και με τη σταθερότητα της πολιτικής κατάστασης. Συγκεκριμένα, τα Συντάγματα αυτά ήταν:

  1. Αμέσως μετά την Επανάσταση του 1821, όταν δηλ. οι Έλληνες, μετά από 400 χρόνια δουλείας, αποτίναξαν το ζυγό της Οθωματικής Αυτοκρατορίας, είχαμε τα Συντάγματα της Επιδαύρου (1822), του Άστρους (1823) και της Τροιζήνος (1827). Για τα τρία αυτά Συντάγματα, τα αποκληθέντα, ως «Συντάγματα του Αγώνα» ή ως «Επαναστατικά Συντάγματα», θα πρέπει να διευκρινισθεί, ότι το δεύτερο του Άστρους ήταν, ουσιαστικά, αναθεώρηση του πρώτου της Επιδαύρου. Επίσης, είναι ιδιαίτερα χρήσιμο, να διευκρινισθεί και να επισημανθεί, ότι τα δύο πρώτα Συντάγματα (Επιδαύρου και Άστρους) είχαν εμφανή επιρροή από τις διακηρυχθείσες αρχές και ιδέες των Αδαμ. Κοραή και Ρήγα Φεραίου.

          Αξίζει, επίσης, να τονισθεί, όπως αναφέρει και ο Αλέξ. Σβώλος, ότι τα πολιτεύματα, που καθιερώθηκαν με τ΄ ανωτέρω πρώτα (μετά από 22 αιώνες) ελληνικά Συντάγματα διέποντο από τις αρχές της πολιτικής αυτοδιάθεσης και της ατομικής ελευθερίας, αλλά αποδεικνύουν και την έφεση του τότε αγωνιζόμενου ελληνικού λαού για τη διοίκηση και τη διαχείριση των τοπικών υποθέσεων από αιρετούς άρχοντες.

Θα πρέπει, τέλος, να επισημανθεί, ότι το τελειότερο εκείνων των επαναστατικών Συνταγμάτων ήταν αυτό της Εθνοσυνέλευσης της Τροιζήνος, η οποία έγινε την 27η Μαρτίου 1827. Η Εθνοσυνέλευση αυτή αποφάσισε, όπως «η νομοθετική εξουσία παραδοθή εις ένα και μόνον». Έτσι, δια σχετικού ψηφίσματος της 3ης Απριλίου του ίδιου έτους, το οποίο εξέδωσε η Εθνοσυνέλευση βάσει του νέου Συντάγματος εξέλεξε ομοφώνως τον Ιωάννη Καποδίστρια ως «Κυβερνήτη της Ελλάδος» και με διάρκεια επτά ετών «της επιτραπείσης παρά του Έθνους επ΄ αυτόν εξουσίας». Δια του τρόπου αυτού, όπως επίσης γράφει ο Αλέξ. Σβώλος, «και δια του νέου Συντάγματος η Εθνοσυνέλευση ηθέλησε να δώση εις την χώραν οριστικό πολίτευμα, και μάλιστα εμπνευσμένο, τόσον εντόνως από τας δημοκρατικάς και φιλελευθέρας ιδέας, ώστε, δικαίως, ελέχθη, ότι υπερέβαινε τα ισχύοντα τότε εν Ευρώπη».

  1. Το Σύνταγμα – «Συνάλλαγμα» του 1844 (επί Όθωνος), μετά το κίνημα στην Αθήνα του Συνταγματάρχη Ιππικού Δημήτριου Καλλέργη την 2α προς 3η Σεπτεμβρίου 1843, το οποίο καθιέρωνε τη μοναρχική αρχή και αναγνώριζε στο βασιλιά πολλές και σημαντικές εξουσίες (ο βασιλιάς ήταν ιερός και απαραβίαστος).
  2. Το Σύνταγμα του 1864, το οποίο ήταν το πρώτο μιας βασιλευόμενης Δημοκρατίας (Έλευση του Βασιλέως Γεωργίου του Α΄).
  3. Αναθεώρηση του Συντάγματος του 1911, μετά το Κίνημα του Ν. Ζορμπά και του «Στρατιωτικού Συνδέσμου» και αφού προηγήθηκε (1909) η έλευση από την Κρήτη του νέου Πρωθυπουργού της Ελλάδος Ελευθέριου Βενιζέλου.
  4. Ακολουθούν τα δύο μικρής διάρκειας δικτατορικά Συντάγματα των ετών 1925 του Θ. Πάγκαλου και 1926 του Γ. Κονδύλη.
  5. Το Σύνταγμα της αβασίλευτης Β΄ Ελληνικής Δημοκρατίας του 1927 (Παπαναστασίου), το οποίο καθιέρωνε το θεσμό του Προέδρου της Δημοκρατίας.
  6. Το Σύνταγμα, μετά την Γερμανική Κατοχή, την Εθνική Αντίσταση και τον εμφύλιο σπαραγμό, του 1952, με Πρωθυπουργό το Ν. Πλαστήρα.
  7. Κατά την περίοδο της δικτατορίας των Συνταγματαρχών (1967-1974) είχαμε δύο δικτατορικά Συντάγματα, ήτοι το πρώτο το 1968 και το δεύτερο το 1973.
  8. Τέλος, το Σύνταγμα του 1975, το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, καταρτίστηκε, αμέσως μετά την πτώση της στρατιωτικής δικτατορίας και την αποκατάσταση στη χώρα μας από τον Κων/νο Καραμανλή της Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας. Το Σύνταγμα αυτό αναθεωρήθηκε τρεις φορές μέχρι σήμερα, ήτοι η πρώτη αναθεώρηση έγινε το 1986, η δεύτερη το 2001 και η τρίτη (έστω και πολύ περιορισμένη) το 2008 και ήδη επιδιώκεται και η τέταρτη.

Διευκρινίζεται, ότι από τα παραπάνω Συντάγματα της χώρας μας, μόνο τα έξι εφαρμόστηκαν πραγματικά και αυτά ήταν του 1844, του 1864, του 1911, του 1927, του 1952 και του 1975, το οποίο, μετά τις λαβούσες χώρα τρεις αναθεωρήσεις, ισχύει μέχρι και σήμερα. Αντιθέτως, τα υπόλοιπα, είτε δεν εφαρμόστηκαν καθόλου, είτε εφαρμόστηκαν πολύ περιορισμένα.

————.————

Παρακάτω, ως πρόταση μας, αναφέρονται οι σχετικές διατάξεις του Συντάγματος, που πρέπει ν΄ αναθεωρηθούν. Επαναλαμβάνεται, ότι στη φάση αυτή (ως Προτείνουσα – Προαναθεωρητική Βουλή), θα πρέπει, σύμφωνα με το άρθρ. 110 του Συντάγματος, ν΄ αναφερθούν αριθμητικά οι διατάξεις μόνο, που θα αναθεωρηθούν και στην επόμενη Βουλή (Αναθεωρητική), όποτε και εάν γίνουν εκλογές, θα διατυπωθεί και το περιεχόμενο κάθε αναθεωρητέας διάταξης.

Οι προτεινόμενες, λοιπόν, εκ μέρους μας διατάξεις του Συντάγματος προς αναθεώρηση είναι οι παρακάτω και, κατά τη γνώμη μας, διακρίνονται σε δύο κατηγορίες, ήτοι στις προς αναθεώρηση διατάξεις μείζονος σημασίας και στις άλλες προς αναθεώρηση ελάσσονος σημασίας διατάξεις. Είναι αυτονόητο, ότι για τις υπόλοιπες διατάξεις του Συντάγματος, που στην παρούσα πρότασή μας δεν γίνεται αναφορά, αυτές θα συνεχίσουν να ισχύουν, ως έχουν και δεν υπάρχει λόγος να συμπεριληφθούν στην παρούσα πρότασή μας.  Έτσι, αναφέρονται οι παρακάτω, προς αναθεώρηση, διατάξεις, με σχετική σύντομη αιτιολογία για κάθε μία απ΄ αυτές. Επαναλαμβάνεται, ότι το πλήρες κείμενο κάθε αναθεωρητέας διάταξης θα διαμορφωθεί, όπως ορίζει το άρθρο 110 του ισχύοντος Συντάγματος και εφόσον λάβει τις προβλεπόμενες πλειοψηφίες στην Ολομέλεια και των δύο Βουλών.

Είναι αυτονόητο, ότι, όπως ρητά προβλέπει η παράγραφος 1 του άρθρου 110 Σ δεν μπορούν ν΄ αναθεωρηθούν οι διατάξεις του Συντάγματος, που καθορίζουν τη βάση και τη μορφή του πολιτεύματος ως Προεδρευομένης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, καθώς και από τις διατάξεις των άρθρων 2 παράγ.1, 4 παράγ.1,4,7, 5 παραγρ.1,3, 13 παράγ.1 & 26.

 

Α). ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΕΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΣΗΜΑΣΙΑΣ:

Οι μείζονος σημασίας διατάξεις του Συντάγματος, που, οπωσδήποτε, πρέπει ν΄ αναθεωρηθούν, είναι οι εξής:

1) Αρθρ. 16 § 7 και 8 Σ (Εκπαίδευση)

Όπως είναι γνωστό, η διάταξη του άρθρου αυτού (16 § 5 Σ), ομιλεί, ότι «Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα, που αποτελούν Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση». Εξάλλου, ειδική πρόβλεψη υπάρχει στην παράγ. 8 του ίδιου άρθρου, βάσει της οποίας «Η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται». Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές δόθηκε η ερμηνεία, και αυτό ισχύει μέχρι και σήμερα, ότι δεν μπορούν, ως έχει η εν λόγω διάταξη και υπό τις προϋποθέσεις αυτές, να ιδρυθούν και να λειτουργήσουν στη Χώρα μας ιδιωτικά Πανεπιστήμια και ούτε, ακόμη, μη κρατικά και μη κερδοσκοπικά.

Το θέμα αυτό αποτέλεσε αντικείμενο μεγάλης και έντονης συζήτησης κατά τη διαδικασία της Αναθεώρησης του 2007/2008. Επρόκειτο, όπως ήδη επισημάνθηκε, για μία Αναθεώρηση, η οποία, ουσιαστικά, ματαιώθηκε, για λόγους που δεν είναι του παρόντος να αναφερθούν με λεπτομέρεια και ούτε και τα κίνητρα της ματαίωσης. Πάντως, στο ΠΑΣΟΚ υπήρξε τότε (2007) οξύτατη εσωκομματική διαφωνία και ειδικότερα υπέρ των μη κρατικών και μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων στη Χώρα μας είχε ταχθεί αρχικά και ο τότε Πρόεδρος του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και Αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης και μετά Πρωθυπουργός της χώρας Γεώργιος Παπανδρέου, αλλά στην πορεία υπήρξε ενιαία αρνητική στάση του Κόμματος αυτού, όπως και των άλλων Κομμάτων της τότε ελάσσονος Αντιπολίτευσης. Σε κάθε, όμως, περίπτωση, υπάρχουν στη Βουλή οι προτάσεις όλων των τότε κομμάτων για την Αναθεώρηση και της διάταξης αυτής, από τις οποίες μπορούν να εξαχθούν χρήσιμα συμπεράσματα.

Οι συνθήκες, όμως, σήμερα απολύτως επιβάλλουν, να αναθεωρηθεί πλήρως και η διάταξη αυτή και να επιτραπούν και στη Χώρα μας, όχι μόνο μη κρατικά και μη κερδοσκοπικά Πανεπιστήμια, αλλά και ιδιωτικά και πρέπει ν΄ αποτελέσει το θέμα αυτό και πάλι αντικείμενο ευρύτερης συζήτησης και προβληματισμού, για την ίδρυσή τους και στη χώρα μας, υπό την κρατική πάντοτε εποπτεία και τον έλεγχο, όπως συμβαίνει σε πολλές χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής. Χαρακτηριστικό δε παράδειγμα είναι η Κύπρος, όπου λειτουργούν, με επιτυχία, πολλά ιδιωτικά τέτοια Πανεπιστήμια, όπως και σε άλλες χώρες των Βαλκανίων. Εξάλλου, απ΄ ό,τι είμαι σε θέση να γνωρίζω, η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα του αποκαλούμενου πολιτισμένου κόσμου, που απαγορεύει, και μάλιστα με συνταγματική διάταξη, την ίδρυση και λειτουργία ιδιωτικών Πανεπιστημίων. Είναι και η διάταξη αυτή, δυστυχώς, κατάλοιπο των αγκυλώσεων υπέρ του κρατισμού, με πολύ κακές συνέπειες για τη χώρα μας και την ελληνική νεολαία.

Συγχρόνως, θα πρέπει να προστεθεί και νέα παράγραφος στο άρθρο αυτό (16 Σ), βάσει της οποίας θα κατοχυρώνεται συνταγματικά η διαδικασία της αξιολόγησης και του κρατικού ελέγχου για τη διατήρηση της ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση, είτε αυτή είναι δημόσια, είτε, όπως προτείνεται, και μη κρατική και μη κερδοσκοπική ή ακόμη και ιδιωτική. Θα πρέπει δηλ. ο κρατικός έλεγχος να είναι ο ίδιος, τόσο στα κρατικά, όσο και στα ιδιωτικά ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα.

Οι ρυθμίσεις αυτές για το θέμα της Παιδείας αποτελούν, πλέον, ώριμο αίτημα και επιτακτική ανάγκη της Ελληνικής Κοινωνίας, το οποίο, πέραν του γεγονότος, ότι συμπορεύεται με τα ισχύοντα στην πλειονότητα των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα συμβάλει, σε μεγάλο βαθμό, και στην ανάδειξη της Χώρας μας σε κέντρο παιδείας και πολιτισμού για ολόκληρη την ευρύτερη περιοχή και ιδίως για τις Ασιατικές και Αφρικανικές χώρες, αλλά και των Βαλκανίων. Εάν, μάλιστα, στα ιδιωτικά αυτά πανεπιστήμια λειτουργούν και ειδικά τμήματα για την αρχαία Ελληνική Γραμματεία και τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, και, ειδικότερα για τους Σωκράτη, Σόλωνα, Ευριπίδη, Σοφοκλή, Αριστοτέλη, Δημοσθένη και άλλους διακεκριμένους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους και άλλους, γίνεται κατανοητό, ότι θα κατακλυσθούν τα Πανεπιστήμια αυτά και η χώρα μας από φοιτητές και ερευνητές του Εξωτερικού και ιδίως της Άπω Ανατολής, οι οποίοι λατρεύουν την αρχαία Ελλάδα και ιδίως την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, την οποία θέλουν να σπουδάσουν και να ερευνήσουν. Γίνεται, μάλιστα, λόγος για 100.000 και πλέον ξένους φοιτητές, που θα φοιτούν στα ιδιωτικά Πανεπιστήμια στη χώρα μας, για 10.000 θέσεις διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού και για 5.000 θέσεις διοικητικού προσωπικού. Εξάλλου, θα πρέπει να σημειωθεί, ότι και στο Σύνταγμα του 1864 της χώρας επιτρεπόταν η ίδρυση ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων, αρκεί να λειτουργούσαν και τότε σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους του Κράτους μας.

Ακόμη, θεωρείται βέβαιο, ότι η ρύθμιση αυτή θα συμβάλει και στην καταπολέμηση της παραπαιδείας και στον περιορισμό της «μετανάστευσης» μεγάλου αριθμού Ελλήνων φοιτητών σε Πανεπιστήμια του Εξωτερικού, η οποία επιφέρει και μεγάλη οικονομική αιμορραγία,  τόσο στις οικογένειες των φοιτητών αυτών, όσο και στον κρατικό προϋπολογισμό. Από επίσημα δε στοιχεία προκύπτει, ότι μόνο στο Ηνωμένο Βασίλειο πηγαίνουν κάθε χρόνο, για πανεπιστημιακές σπουδές, άνω των 16.000 φοιτητών. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία της Βρετανικής Στατιστικής Υπηρεσίας για την Ανώτατη Εκπαίδευση κατά τα έτη 2006- 2007, ο αριθμός των Ελλήνων, που σπούδαζαν τότε στο Ηνωμένο Βασίλειο ήταν 16.050 φοιτητές. Κατατάσσεται δε η Ελλάδα, σύμφωνα με την ίδια Στατική Υπηρεσία της Αγγλίας, στην 4η θέση, ήτοι μετά την Κίνα και την Ινδία, που έχουν πληθυσμό, η κάθε μία, άνω του ενός δισεκατομμυρίου κατοίκων και την Ιρλανδία, που είναι γειτονικό κράτος και έχουν και την ίδια γλώσσα. Το κόστος δε μόνο για τους φοιτητές αυτούς της χώρας μας ανέρχεται ετησίως στο ποσό των 400.000.000 € και πλέον, χωρίς να υπολογίζονται και τα ποσά που δαπανώνται για Έλληνες φοιτητές σε άλλες χώρες.

Εξάλλου, η ανάπτυξη του υγιούς ανταγωνισμού, μεταξύ των Πανεπιστημίων αυτών και του Δημοσίου, είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα παράμετρος, όπως ιδιαίτερα προβληματική είναι και η παραμονή πολλές φορές στο Εξωτερικό, μετά την αποφοίτησή τους εκ των Πανεπιστημίων αυτών και η απώλεια για τη Χώρα μας ιδιαίτερα αξιόλογου και ικανού ανθρώπινου δυναμικού και διακεκριμένων επιστημόνων.

Αξίζει δε να επισημανθεί και πάλι, αυτό που ήδη αναφέρθηκε, ότι σήμερα στην Κύπρο (εκτός των κατεχόμενων) λειτουργούν επτά πανεπιστήμια, εκ των οποίων τα τρία είναι κρατικά και τα άλλα τέσσερα είναι ιδιωτικά, και τα αποτελέσματα είναι ιδιαίτερα θετικά.

Για όλους αυτούς τους λόγους και πολλούς άλλους, προτείνεται στην πρώτη φάση, να συμπεριληφθεί και η διάταξη αυτή (άρθρ. 16Σ) μεταξύ των προς αναθεώρηση διατάξεων του Συντάγματος και στην επόμενη, δηλ. στην Αναθεωρητική Βουλή, να καθορισθεί και το ακριβές περιεχόμενό του.

———-.———-

2) Άρθρ. 29 Σ (Διαφάνεια Πολιτικών Κομμάτων και Υποψηφίων Βουλευτών)

Η διάταξη αυτή ρυθμίζει τα της ίδρυσης, λειτουργίας και οικονομικής ενίσχυσης των Πολιτικών Κομμάτων της Χώρας μας. Ένα μείζον θέμα σήμερα στην Ελληνική Κοινωνία είναι η κατοχύρωση της αρχής της διαφάνειας κατά την περίοδο των εκλογών, τόσο των Κομμάτων, όσο και των υποψηφίων Βουλευτών. Το ίδιο θα πρέπει να ισχύει για τα κόμματα και τους Βουλευτές καθ΄ όλη τη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου.

Έτσι μόνο, είναι δυνατόν ν΄ αποκατασταθεί η για πολλούς λόγους τρωθείσα τιμή και αξιοπιστία του πολιτικού κόσμου και να εξασφαλισθεί η ισότητα της διεξαγωγής του πολιτικού αγώνα των Κομμάτων και των υποψηφίων Βουλευτών.

Πρέπει, ειδικότερα, να υπάρξει συνταγματική ρύθμιση, βάσει της οποίας θα θεσπισθούν και θα εξασφαλισθούν εγγυήσεις πλήρους διαφάνειας, ως προς τα οικονομικά των Πολιτικών Κομμάτων και των υποψηφίων Βουλευτών και μάλιστα, αμέσως μετά την εκλογή τους, όπως και κατά τη διάρκεια της κοινοβουλευτικής τους θητείας.

Σήμερα, και ιδίως τα τελευταία χρόνια, έχουν υπάρξει πλανώμενες βαριές σκιές ή και σε ορισμένες περιπτώσεις και αποδείξεις, όπως και προκλητικές ομολογίες, που δηλητηριάζουν το δημόσιο βίο και κλονίζουν το πολιτικό σύστημα και την ίδια τη Δημοκρατία. Ούτε, επίσης, ο πολυδανεισμός από Τράπεζες εκ μέρους των κομμάτων και οι αλόγιστες δαπάνες είναι φαινόμενα που τιμούν τον τρόπο της λειτουργίας των Κομμάτων και της ίδιας της Δημοκρατίας.

Η μόνη λύση είναι ο αυστηρός και αποτελεσματικός έλεγχος των οικονομικών των Κομμάτων και των υποψηφίων Βουλευτών και οι αυστηρές κυρώσεις στους παραβάτες. Έτσι μόνο υπάρχει κάποια ελπίδα ν΄ αποκαταστήσουμε και να διασφαλίσουμε την αξιοπιστία των πολιτικών και των Κομμάτων.

          Για τους λόγους αυτούς, προτείνεται, να προστεθεί στο άρθρ. 29 του Συντάγματος σχετική διάταξη, βάσει της οποίας τα πολιτικά Κόμματα να τηρούν επίσημα βιβλία, για τα οικονομικά τους, να δημοσιεύονται κάθε χρόνο στο διαδίκτυο οι ισολογισμοί τους και να γίνεται αυστηρός, συνεχής και αποτελεσματικός έλεγχος από το Ελεγκτικό Συνέδριο. Επίσης, από το Ελεγκτικό Συνέδριο να ελέγχονται και τα έσοδα και οι δαπάνες των υποψηφίων Βουλευτών, οι δε παραβάτες να εκπίπτουν, εφόσον εκλεγούν, από το βουλευτικό τους αξίωμα. Στο διαδίκτυο, επίσης, πρέπει ν΄ ανακοινώνονται οι πάσης φύσεως χορηγίες, τόσο των Κομμάτων, όσο και των υποψηφίων Βουλευτών.

Κατά την αναθεωρητική διαδικασία θα πρέπει ν΄ αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης και η δυνατότητα ίδρυσης Ανεξάρτητης Αρχής Διαφάνειας, για τον έλεγχο, τόσο των κομμάτων και γενικότερα των πολιτικών, όσο και των οικονομικών του Κράτους.

Επομένως, και η διάταξη αυτή (άρθρ. 29 Σ) θα πρέπει, στην πρώτη φάση, να συμπεριληφθεί αριθμητικά μεταξύ των προς Αναθεώρηση διατάξεων και ακολούθως από την Αναθεωρητική Βουλή να καθορισθεί και το πλήρες περιεχόμενό της.

———-.———-

3) Άρθρα 30 έως 36 του Συντάγματος (εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας – Αρμοδιότητες).

Οι διατάξεις αυτές προβλέπουν τη διαδικασία εκλογής Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας. Σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 32 Σ, η εκλογή του Προέδρου συνδέεται και με την προσφυγή σε βουλευτικές εκλογές, εάν, και κατά την τρίτη ψηφοφο-ρία, κανένας από τους προταθέντες υποψηφίους Προέδρους δεν συγκεντρώσει πλειοψηφία τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών, οπότε η Βουλή διαλύεται, μέσα σε δέκα ημέρες από την τελευταία ψηφοφορία, και προκηρύσσονται εκλογές για ανάδειξη νέας Βουλής, η οποία, οπωσδήποτε, θα πρέπει να εκλέξει νέο Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Από τη νέα αυτή Βουλή μπορεί, να εκλεγεί Πρόεδρος και με την τρίτη ψηφοφορία, εφόσον συγκεντρώσει τη σχετική πλειοψηφία του όλου αριθμού των Βουλευτών.

Όπως, μέχρι τώρα, έχει αποδειχθεί, η διάταξη αυτή λειτούργησε, τις περισσότερες φορές, ιδιαίτερα θετικά και πολύ συναινετικά, και αυτό είναι εξαιρετικά καλό και χρήσιμο, τόσο για την ίδια τη Δημοκρατία, όσο και για τον θεσμό του Προέδρου.

Υπήρξαν, όμως, και περιπτώσεις, που η απειλή των εκλογών λειτούργησε εκβιαστικά, είτε προς την κατεύθυνση εκλογής συγκεκριμένου προσώπου, ως Προέδρου, είτε, και το χειρότερο, για να οδηγηθεί η Χώρα σε πρόωρες εκλογές. Αυτό, ασφαλώς, δεν είναι πολιτικά ορθό, ούτε για τη Δημοκρατία, ούτε και για το κύρος του ίδιου του Προέδρου, και ούτε, πολύ περισσότερο, για το σεβασμό της λαϊκής κυριαρχίας, εφόσον η Βουλή και η απ΄ αυτή προερχόμενη Κυβέρνηση εκλέγεται, προκειμένου να εφαρμόσει, για όλο αυτό το διάστημα των 4 ετών, το πρόγραμμά της, βάσει της εντολής του λαού, υπό την προϋπόθεση, πάντοτε, ότι απολαμβάνει της εμπιστοσύνης της πλειοψηφίας του Κοινοβουλίου.

Επομένως, είναι απόλυτη ανάγκη, ν΄αποσυνδεθεί η πρόωρη προσφυγή στις κάλπες, λόγω της εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας. Αυτό θα μπορεί να συμβεί, εάν επαναληφθεί η ψηφοφορία, από την ίδια πάντοτε Βουλή, τρεις φορές, μέχρι να συμπληρωθεί το ποσοστό των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των Βουλευτών, και, εάν και κατά την τρίτη δεν επιτευχθεί αυτό, θα ακολουθήσει από την ίδια πάντοτε Βουλή, και τέταρτη ψηφοφορία, κατά την οποία θα είναι αρκετή η απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών. Εάν και κατά την τέταρτη αυτή φορά δεν επιτευχθεί η απαιτούμενη ως άνω πλειοψηφία, τότε επαναλαμβάνεται η ψηφοφορία, ακόμη μια φορά (5η), μεταξύ των δύο μόνο υποψηφίων, που πλειοψήφισαν και εκλέγεται Πρόεδρος εκείνος, που συγκέντρωσε τη σχετική πλειοψηφία.

Δια του τρόπου αυτού, και ο πολιτικός εκβιασμός για εκλογές αποφεύγεται, και μεγάλες δαπάνες για τις νέες εκλογές δεν γίνονται, και ιδίως το πρόγραμμα μιας εκλεγμένης Κυβέρνησης δεν ανακόπτεται.

Για τους λόγους αυτούς, είναι ανάγκη, ν΄ αναθεωρηθεί η διάταξη του αρθρ.32 του Συντάγματος, προς την ως άνω κατεύθυνση και ιδίως ν΄ αποσυνδεθεί η διαδικασία εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας, με ενδεχόμενες βουλευτικές εκλογές. 

Υποστηρίζεται από πολλούς η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας, να μη γίνεται, ούτε από τη Βουλή (έμμεση εκλογή), ούτε και από το λαό (άμεση εκλογή). Ειδικότερα δε υποστηρίζεται, να εκλέγεται από ένα διευρυμένο εκλεκτορικό σώμα, το οποίο θα συγκροτείται από αιρετούς εκπροσώπους της κοινωνίας, της επιστήμης, των παραγωγικών τάξεων και άλλων. Η άποψη αυτή είναι σαφώς εσφαλμένη, διότι, πέραν των άλλων σοβαρών προβλημάτων, που δημιουργούνται, απουσιάζει και το απολύτως απαραίτητο «λαϊκό στοιχείο» και αυτό είναι ιδιαίτερα σοβαρό δεδομένο για την εκλογή, κάθε φορά, νέου Προέδρου της Δημοκρατίας.

Όπως είναι γνωστό, με την Αναθεώρηση του 1985 –  1986, με Κυβέρνηση ΠΑ.ΣΟ.Κ. και Πρωθυπουργό τον Ανδρέα Παπανδρέου, περιορίστηκαν, κατά πολύ, οι αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας, τόσο, μάλιστα, ώστε να θεωρείται από πολλούς  ως  «διακοσμητικός» πλέον ο ρόλος του, ενώ καθίσταται παντοδύναμος ο εκάστοτε Πρωθυπουργός, ώστε να θεωρείται «μονοκράτορας». Έτσι, είναι απολύτως βέβαιο, ότι θα πρέπει να δοθούν και πάλι συγκεκριμένες αρμοδιότητες στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, για να μπορεί, έτσι, ν΄ ανταποκρίνεται στο θεσμικό του ρόλο, ως ανώτατος αρχηγός της χώρας και ως ρυθμιστής και εγγυητής του πολιτεύματος. Ποιες είναι αυτές οι επί πλέον αρμοδιότητες που πρέπει να δοθούν με το προς αναθεώρηση Σύνταγμα, θα τις αποφασίσει η επόμενη Αναθεωρητική Βουλή, η οποία θα προσδιορίσει και το περιεχόμενο κάθε αναθεωρητέας συνταγματικής διάταξης. Σε κάθε, όμως, περίπτωση, οι νέες αρμοδιότητες, που θα δοθούν στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, δεν θα πρέπει να αλλοιώνουν τον κοινοβουλευτικό χαρακτήρα του πολιτεύματος της χώρας μας. Ειδικότερα, δεν θα πρέπει το πολίτευμά μας, από Προεδρευομένη Δημοκρατία, να μετατραπεί σε Προεδρική, κάτι το οποίο απαγορεύεται ρητά από το ίδιο το Σύνταγμά μας και δεν μπορεί να γίνει αυτό από Αναθεωρητική Βουλή, αλλά μόνο από Συντακτική.

Όπως, επίσης, είναι γνωστό, και όπως προαναφέρθηκε, σύμφωνα με το άρθρ. 32 του Συντάγματος, προβλέπεται σήμερα ο έμμεσος τρόπος εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας, δηλ. η εκλογή γίνεται από την Ολομέλεια της Βουλής και με τη διαδικασία που προβλέπεται από την ίδια διάταξη.

Από τη 45χρονη περίπου συνεχή και αδιάκοπη δημοκρατική πολιτική ζωή στη χώρα μας, η διαδικασία αυτή της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας, πλην ελάχιστων περιπτώσεων, λειτούργησε ιδιαίτερα θετικά, όπως και οι εκλεγέντες Πρόεδροι ανταποκρίθηκαν στα καθήκοντά τους και λειτούργησαν με γνώμονα το εθνικό συμφέρον και την ενότητα του λαού μας.

Παρ΄ όλα αυτά, τελευταίως διατυπώνεται από πολλούς η άποψη, ότι θα πρέπει ν΄ αναθεωρηθεί η διάταξη του άρθρ. 32 Σ και να θεσπισθεί η άμεση εκλογή από το λαό του Προέδρου της Δημοκρατίας. Το θέμα, όμως, αυτό, δηλ. της έμμεσης από τη Βουλή εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας ή της άμεσης εκλογής απευθείας από το λαό, δια καθολικής ψηφοφορίας, είναι πολύ σοβαρό και απαιτεί πολύ σκέψη και μεγάλο προβληματισμό. Θα πρέπει δε να επισημανθεί αυτό που ήδη αναφέρθηκε, ότι δηλ. η άμεση εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας, έχει, κατά πολλούς και ιδίως από συνταγματολόγους, άμεση σχέση και με τη μορφή του ίδιου του πολιτεύματος της χώρας μας, ενώ με την παράγ. 1 του άρθρου 110 του Συντάγματος, όπως προαναφέρθηκε, «οι διατάξεις του Συντάγματος υπόκεινται σε αναθεώρηση, εκτός από εκείνες που καθορίζουν τη βάση και τη μορφή του πολιτεύματος, ως Προεδρευομένη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία…». Επομένως, κατά την ιδιαίτερα σοβαρή αυτή νομική άποψη, η Αναθεώρηση της εν λόγω διάταξης για καθιέρωση του τρόπου άμεσης εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας από το λαό, θέλει Συντακτική Βουλή και όχι Αναθεωρητική και άρα, όπως από πολλούς υποστηρίζεται, δεν μπορεί, στη φάση αυτή, ν΄ αναθεωρηθεί η εν λόγω διάταξη.

Εκτός του συνταγματικού αυτού θέματος, υπάρχει και άλλος μεγάλος ουσιαστικός κίνδυνος και αυτός είναι, με την άμεση εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από το λαό, να δημιουργηθούν δύο πόλοι εξουσίας, οι οποίοι θα αντλούν τη δύναμή τους απευθείας από το λαό και ίσως, στο μέλλον, να υπάρξει κίνδυνος συγκρούσεων και διχασμών. Εξάλλου, ιστορικά έχει αποδειχθεί, ότι η δυαρχία πάντοτε δημιουργεί πολλά και δύσκολα προβλήματα.

Για όλους τους παραπάνω λόγους, η άποψή μας, ως προς τον τρόπο και τη διαδικασία εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας, είναι, ότι θα πρέπει, να συνεχίσει να εκλέγεται με έμμεσο τρόπο από την Ολομέλεια της Βουλής και όχι από το λαό, αλλά από μία Βουλή, χωρίς να παρεμβάλλονται εκλογές και ν΄ αποσυνδεθεί η εκλογή του από την προσφυγή σε βουλευτικές εκλογές. Στην Ομάδα Επεξεργασίας της παρούσης προτάσεως μας, υπήρξε και μειοψηφία για άμεση εκλογή του Προέδρου, όπως υπάρχει η ίδια άποψη και σε πολλούς άλλους (νομικούς ή πολιτικούς και μη), αλλά αυτό, ως προβληματισμός, θα αντιμετωπισθεί από την επόμενη Αναθεωρητική Βουλή, η οποία και θα διατυπώσει το περιεχόμενο κάθε αναθεωρητέας διάταξης, ενώ, κατά την παρούσα διαδικασία, θα πρέπει και οι διατάξεις των άρθρων 30-36 Σ να συμπεριληφθούν, αριθμητικά, στις αναθεωρητέες διατάξεις, διότι, πέραν του τρόπου εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας, υπάρχουν στις διατάξεις αυτές και άλλα ιδιαίτερα σοβαρά θέματα, τα οποία θα πρέπει ν΄ αντιμετωπισθούν από την επόμενη Αναθεωρητική Βουλή.

———-.———-

4) Αρθρ. 41 § 2 του Συντάγματος (Διάλυση της Βουλής).

Η διάταξη αυτή του Συντάγματος ορίζει, ότι «Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διαλύει τη Βουλή με πρόταση της Κυβέρνησης, που έχει λάβει ψήφο εμπιστοσύνης, για ανανέωση της λαϊκής εντολής, προκειμένου να αντιμετωπισθεί εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας».

Η διάταξη αυτή παραβιάστηκε, κατά τα τελευταία χρόνια, πολλές φορές και οι εκάστοτε Πρωθυπουργοί χαρακτήρισαν ως «εθνικά θέματα εξαιρετικής σημασίας» τελείως άσχετα θέματα, όπως π.χ. Οικονομικά, Προϋπολογισμός κ.λπ.

Αυτή, όμως, η δυνατότητα της εκάστοτε Κυβέρνησης, που αποτελεί σαφή παραβίαση του Συντάγματος, και καταπάτηση της τελευταίας λαϊκής εντολής (που μπορεί να είναι και πολύ πρόσφατη), θα πρέπει, οπωσδήποτε, να εκλείψει, πολύ δε περισσότερο, διότι, όπως γίνεται δεκτό, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, έστω και εάν υπάρχει κυβερνητική πρόταση, δεν έχει τη δυνατότητα εκτίμησης, ως προς την πραγματική ύπαρξη ή μη, κάθε φορά, εθνικού θέματος και μάλιστα εξαιρετικής σημασίας.

Για την αντιμετώπιση του πολύ σοβαρού αυτού θέματος, μια μόνο σαφής και αποτελεσματική λύση υπάρχει. Η πλήρης απάλειψη της διάταξης αυτής από το Σύνταγμα και, έτσι, να μη παρέχεται η δυνατότητα, σε καμία περίπτωση, διάλυσης της Βουλής, προτού να παρέλθει η 4ετία, ακόμη και για την αντιμετώπιση εθνικού θέματος εξαιρετικής σημασίας. Εκτός, βέβαια, εάν  υπάρχει πρόβλημα δεδηλωμένης, οπότε ανακύπτει άλλο θέμα, ήτοι διαλύεται υποχρεωτικά η Βουλή, εφόσον δεν μπορεί να σχηματισθεί νέα Κυβέρνηση από την ίδια τη Βουλή και δεν μπορεί να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης, αλλά το θέμα αυτό δεν έχει καμία απολύτως σχέση με το οποιοδήποτε εθνικό θέμα. Όσο σπουδαίο και κρίσιμο ή και εξαιρετικής σημασίας και εάν είναι το εθνικό αυτό θέμα, θα πρέπει να το αντιμετωπίσει η νομίμως εκλεγείσα κάθε φορά Κυβέρνηση, εφόσον, μάλιστα, συνεχίζει ν΄απολαμβάνει της εμπιστοσύνης της πλειοψηφίας του Κοινοβουλίου. Εξάλλου, τι θ΄ αλλάξει με τη νέα Βουλή και τη νέα Κυβέρνηση, για το προς αντιμετώπιση εθνικό θέμα, πέραν του ότι και ο λαός θα μπει σε περιπέτειες, και μεγάλη καθυστέρηση θα υπάρξει για το εν λόγω εθνικό θέμα και, τέλος, προκαλείται και μεγάλη δαπάνη εις βάρος του Ελληνικού Δημοσίου με τις νέες εκλογές. Το εθνικό θέμα και μάλιστα όταν είναι εξαιρετικής σημασίας, με άλλους τρόπους πρέπει ν΄ αντιμετωπίζεται και ιδίως με υπευθυνότητα της Κυβέρνησης, της Βουλής και του Προέδρου, και, βεβαίως, και όλων των κομμάτων, αλλά προπαντός με πνεύμα συναίνεσης και συνεννόησης απ΄ όλους.

Θα μπορούσε, να υποστηριχθεί, ότι υπάρχει και μία άλλη λύση, ήτοι αυτή του «πανελλήνιου δημοψηφίσματος», για το κάθε φορά τυχόν ανακύπτον εθνικό θέμα, το αποτέλεσμα του οποίου θα είναι υποχρεωμένη να σεβασθεί και να εφαρμόσει η Κυβέρνηση. Όμως, η διενέργεια δημοψηφίσματος απαιτεί χρόνο και ειδική διαδικασία, όπως και πολλά έξοδα, ενώ το τυχόν εθνικό θέμα και μάλιστα εξαιρετικής σημασίας, θα έχει ανάγκη άμεσης αντιμετώπισης, το οποίο θα πρέπει να επιλύσει η νομίμως εκλεγμένη κάθε φορά Κυβέρνηση, η Βουλή και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας.

Η συζήτηση, που θα γίνει κατά τη διαδικασία της Αναθεώρησης στην επόμενη Βουλή, θα καταδείξει ποια πρέπει να είναι η καλύτερη λύση ως προς το θέμα αυτό.  Εκείνο, πάντως, που είναι βέβαιο, είναι, ότι δεν πρέπει να συνδέεται το οποιοδήποτε εθνικό θέμα, με προσφυγή στις κάλπες και με εθνικές εκλογές. Ούτε, επίσης, να «βαπτίζονται» ως εθνικά θέματα, και μάλιστα εξαιρετικής σημασίας, άλλα ζητήματα και πολλές φορές άσχετα, και βάσει των οποίων να προκηρύσσονται πρόωρες εκλογές. Αυτό το φαινόμενο πρέπει, πλέον, να εκλείψει και γι΄ αυτό προτείνεται και η διάταξη αυτή του άρθρ. 41 §2 Σ να συμπεριληφθεί μεταξύ των προς αναθεώρηση διατάξεων του Συντάγματος και μάλιστα ως θέμα μείζονος σημασίας.

———-.———–

5) Αρθρ. 62 Σ (Βουλευτική ασυλία).

Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή (αρθρ. 62 Σ) καθιερώνεται, κατά τη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου, το λεγόμενο ακαταδίωκτο του Βουλευτού. Προβλέπεται δηλ. μια ειδική προστασία του Βουλευτού από ποινικές διώξεις, που θα ήταν δυνατόν ν΄ ασκηθούν εναντίον του. Η ρύθμιση αυτή του άρθρου 62 Σ, όπως ισχύει σήμερα, αναφέρεται σε δραστηριότητες του βουλευτού, που δεν σχετίζονται με την άσκηση των βουλευτικών του καθηκόντων, διότι τότε θα ίσχυε, κατ΄ αρθρ. 61 Σ, το ανεύθυνο των βουλευτών.

Όπως είναι γνωστό, ο Κανονισμός της Βουλής, σε συνδυασμό με την παρούσα διάταξη του Συντάγματος, προβλέπει ειδική διαδικασία άρσης της βουλευτικής ασυλίας, αλλά, στην πράξη, σπανίως αίρεται αυτή, με αποτέλεσμα, ο βουλευτής να μη μπορεί, σχεδόν ποτέ, να διωχθεί, έστω και εάν πρόκειται για αδίκημα, που τελέστηκε από δραστηριότητες εκτός των βουλευτικών του καθηκόντων ή ακόμη και προτού να εκλεγεί βουλευτής, και, έτσι, οι βλαβέντες και ζημιωθέντες πολίτες χάνουν το δικαίωμα της δικαστικής ποινικής προστασίας. Για το θέμα αυτό, η Χώρα μας καταδικάστηκε πολλές φορές από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, διότι δια της υφιστάμενης βουλευτικής ασυλίας και της μη άρσης της από το Ελληνικό Κοινοβούλιο (ανεξάρτητα προς την ουσία των δύο αυτών υποθέσεων) αποστερήθηκαν οι ενδιαφερόμενοι και φερόμενοι ως ζημιωθέντες Έλληνες πολίτες της δικαιούμενης δικαστικής προστασίας.

Είναι βέβαιο, όμως, ότι στην Ελληνική Κοινωνία ωρίμασε η ιδέα και υπάρχει αξίωση, ότι για κάθε Βουλευτή, όταν φέρεται, ότι υπέπεσε σε ποινικό αδίκημα, για δραστηριότητες εκτός των αυστηρώς βουλευτικών του καθηκόντων, να μην ισχύει η ασυλία, και επομένως, μετά από μία προκαταρκτική εξέταση και εφόσον υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις, ν΄ ασκείται κατ΄ αυτού δίωξη και να δικάζεται κανονικά από το φυσικό του δικαστή, όπως και οι άλλοι πολίτες.

Θα μπορούσαν, ασφαλώς, και πρέπει, να προβλεφθούν προϋποθέσεις και όροι, ώστε και περισσότερες εγγυήσεις να υπάρχουν, για να μη γίνονται οι Βουλευτές έρμαια των πολιτικών αντιδικιών ή βορά των δικομανών πολιτών ή και εκδικητικών διαθέσεων, και, επίσης, χρονικά να εκδικάζονται και να εκκαθαρίζονται δικαστικά οι υποθέσεις αυτές πολύ σύντομα. Πέραν αυτών, θα πρέπει ν΄ αναφερθεί, ότι στον πολίτη υπάρχει και η δυνατότητα της έγερσης σχετικών αγωγών στα πολιτικά δικαστήρια, για τις οποίες δεν υπάρχει κανένας απολύτως περιορισμός και ούτε απαιτείται άρση της βουλευτικής ασυλίας. Έτσι, οι πολίτες, συνήθως, καταφεύγουν (όπου είναι εκ του νόμου εφικτό) στη λύση αυτή κατά Βουλευτών, οι οποίοι φέρονται, ότι τέλεσαν ένα ποινικό αδίκημα, αλλά η διαδικασία αυτή δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τον ποινικό κολασμό, διότι αφορά μόνο σε αποζημιώσεις.

Με βάση τ΄ ανωτέρω, είναι αναγκαίο ν΄ αναθεωρηθεί και η διάταξη αυτή (αρθρ. 62 Σ) και να υπάρχει ρητή πρόβλεψη,  ότι  βουλευτική ασυλία θα επιτρέπεται μόνο, όταν πρόκειται για αδικήματα, που φέρονται, ότι τελέσθηκαν κατά την εκτέλεση των αυστηρώς βουλευτικών καθηκόντων και σε καμία άλλη περίπτωση. Επομένως, θα πρέπει να συμπεριληφθεί αριθμητικά και η διάταξη αυτή τα ου άρθρου 62 Σ, μεταξύ των προς αναθεώρηση διατάξεων, και κατά την επόμενη Αναθεωρητική Βουλή να καθορισθεί και το ακριβές περιεχόμενό της.

———-.————

6) Αρθρ. 81-83 του Συντάγματος (Συγκρότηση της Κυβέρνησης – Ασυμβίβαστο μεταξύ της ιδιότητας του Βουλευτού και του Υπουργού).

Έχει ωριμάσει η ιδέα και είναι ορθό, να μελετηθεί και να εξετασθεί, ώστε να υπάρχει απόλυτο ασυμβίβαστο μεταξύ της ιδιότητος του Βουλευτού και του Υπουργού. Πρόκειται για μία συνταγματική ρύθμιση, που είναι απολύτως αναγκαία και τη αξιώνει επίμονα η Ελληνική Κοινωνία.

Έτσι, οι Βουλευτές θα ασχολούνται απερίσπαστοι μόνο με το νομοθετικό τους έργο και το κοινοβουλευτικό έλεγχο, ενώ οι Υπουργοί θα επιλέγονται από τον εκάστοτε εκλεγμένο Πρωθυπουργό και θα είναι διακεκριμένες προσωπικότητες στην επιστήμη τους και στο επάγγελμά τους και με μεγάλη ασφαλώς επαγγελματική εμπειρία, και θα ασχολούνται μόνο με τα κυβερνητικά τους καθήκοντα. Κατ΄ αυτό τον τρόπο, δεν θα υπολογίζουν στις αποφάσεις τους το πολιτικό κόστος, που είναι σχεδόν πάντοτε ανασταλτικός παράγοντας για βαθιές τομές και ρηξικέλευθες πρωτοβουλίες, που, από ετών, είχε και έχει ανάγκη ο τόπος.  Είναι αυτονόητο, ότι το ασυμβίβαστο αυτό δεν αφορά στον εκάστοτε Πρωθυπουργό, ο οποίος μπορεί και πρέπει να είναι εκλεγμένος βουλευτής και έτσι, λόγω του εκλεγμένου από το λαό Πρωθυπουργού, θα υπάρχει η απαραίτητη λαϊκή νομιμοποίηση της Κυβέρνησης.

Για να γίνει αυτό, δηλ. η θέσπιση του ασυμβίβαστου βουλευτή και υπουργού, θα πρέπει ν΄ αναθεωρηθεί η διάταξη του  αρθρ. 81 Σ και να προβλεφθεί ρητά το ασυμβίβαστο, μεταξύ των αξιωμάτων του Βουλευτού και του Υπουργού.

Στη περίπτωση αυτή, καλό είναι, να θεσπισθεί και χρονικός περιορισμός (θητεία) για κάθε Υπουργό, η οποία δεν πρέπει να είναι συνολικά ανώτερη των οκτώ (8) ετών σε όλα τα Υπουργεία. Ό,τι μπορεί να προσφέρει ένας Υπουργός, θα το κάνει μέσα στο χρόνο των 8 ετών, και δεν είναι ανάγκη, να κατέχει το αξίωμα του Υπουργού για περισσότερο χρόνο, όπως συμβαίνει πολλές φορές. Η μακρά θητεία, πέραν των άλλων, εκτρέφει και φαινόμενα διαφθοράς στο περιβάλλον του για πολλά χρόνια Υπουργού, κάτι που, ιδίως την περίοδο αυτή και για το μέλλον, πρέπει να καταπολεμηθεί αποτελεσματικά.

Ακόμη, θα πρέπει στην ίδια διάταξη, να υπάρξει πρόβλεψη, ότι οι Υπουργοί δεν θα μπορούν να θέτουν υποψηφιότητα για Βουλευτές κατά τις αμέσως επόμενες εθνικές εκλογές, ούτε και κατά τις Ευρωεκλογές. Αντιθέτως, θα μπορούν να είναι υποψήφιοι κατά τις μεθεπόμενες εκλογές, και έτσι και τα δικαιώματά τους αυτά δεν θα αποστερούνται ως Έλληνες πολίτες, και ο κίνδυνος μετατροπής του κάθε υπουργικού γραφείου, σε προεκλογικό γραφείο θα αποφεύγεται.

Υποστηρίζεται από πολλούς, ότι θα πρέπει να θεσπισθεί θητεία και για τους βουλευτές και ειδικότερα, αυτή να μην υπερβαίνει τα οκτώ (8) ή δώδεκα (12) έτη. Είναι και το θέμα αυτό πολύ σοβαρό και θα πρέπει ν΄ αντιμετωπισθεί από την επόμενη Αναθεωρητική Βουλή, αφού, κατά την πρώτη φάση, θα συμπεριληφθεί οπωσδήποτε και η διάταξη αυτή (81Σ) μεταξύ των αναθεωρητέων.

Υποστηρίζεται επίσης, ότι το ασυμβίβαστο του Βουλευτού και Υπουργού παρουσιάζει κάποια συνταγματικά προβλήματα, που έχουν σχέση και με τη μορφή του πολιτεύματος της χώρας μας. Όμως αυτά τα θέματα είναι ανάγκη να ξεπερασθούν ερμηνευτικά από την ίδια την Ολομέλεια της Βουλής, διότι, κατά την περίοδο αυτή και για το μέλλον, προέχει το συμφέρον του τόπου, η αποτελεσματικότητα του κυβερνητικού έργου, η κατάργηση του λεγόμενου «κομματικού ή πελατειακού κράτους» και η απερίσπαστη ενασχόληση, τόσο των Υπουργών με τα καθήκοντά τους, όσο και των βουλευτών με το νομοθετικό τους έργο και τον κοινοβουλευτικό έλεγχο. Η μεγάλη κρίση στη χώρα μας (και όχι μόνο οικονομική) επιβάλλει τη ριζική αλλαγή του μέχρι τώρα μοντέλου διακυβέρνησης της πατρίδας μας.

Υπάρχει, βέβαια, με την πρόταση αυτή, και ένας άλλος κίνδυνος και πρέπει να επισημανθεί, ότι δηλ. μπορεί να γίνει παντοδύναμος και πανίσχυρος ο Πρωθυπουργός. Αυτό, όμως, συμβαίνει, πολύ περισσότερο, και σήμερα, αφού και τώρα ο Πρωθυπουργός επιλέγει τους Υπουργούς, μέσα ή έξω από την Κοινοβουλευτική του Ομάδα και τη Βουλή γενικότερα. Έτσι, όμως, ο Πρωθυπουργός ελέγχει περισσότερο τους βουλευτές του, και αυτό αποφεύγεται μόνο, εάν αυτοί δεν ελπίζουν και δεν επιδιώκουν με κάθε τρόπο να γίνουν Υπουργοί. Έτσι θα είναι οι βουλευτές περισσότερο ελεύθεροι και ανεξάρτητοι, για να αποφασίζουν και για να ψηφίζουν κατά συνείδηση, όπως ορίζει το Σύνταγμα.

Με τη συνταγματική αυτή ρύθμιση επιλύεται και ένα άλλο πολύ σοβαρό θέμα, που είναι η διάκριση των εξουσιών. Δεν είναι δυνατόν, όπως ισχύει σήμερα, ένας υπουργός, που είναι και Βουλευτής, να είναι, συγχρόνως, μέλος,  τόσο της Εκτελεστικής Εξουσίας (ως υπουργός), όσο και του Νομοθετικού Σώματος (ως βουλευτής).  Η διάκριση των εξουσιών, ως αρχή, διαμορφώθηκε κυρίως από τους Locke και Montesquieu και είναι απολύτως απαραίτητη και επιβεβλημένη για την και σήμερα κρατική οργάνωση μιας σύγχρονης και δημοκρατικής πολιτείας, για την πολιτική ελευθερία των πολιτών της και για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων τους.

Επίσης, με την προτεινόμενη αυτή ρύθμιση αντιμετωπίζεται και ένα άλλο, επίσης, πολύ σοβαρό, πρόβλημα, που είναι η αποδυνάμωση του Νομοθετικού Σώματος από ικανούς βουλευτές, οι οποίοι γίνονται υπουργοί ή αναμένουν και διεκδικούν να γίνουν Υπουργοί. Έτσι, με το ασυμβίβαστο, ο εκλεγόμενος από το λαό ως βουλευτής, θ΄ ασκεί τα καθήκοντά του αυτά μέχρι τέλους της θητείας του και μάλιστα απερίσπαστος από σκέψεις και πιέσεις για υπουργοποίηση. Εάν δε κριθεί, ότι πρέπει να γίνει Υπουργός, θα παραιτηθεί από βουλευτής, και στη θέση του θα έλθει ο επόμενος επιλαχών βουλευτής της ίδιας Περιφέρειας.

Άρα, με βάση όλα τα ανωτέρω, πρέπει να μελετηθεί και να υπάρξει πρόταση, για να θεσπισθεί συνταγματική πρόβλεψη, ώστε και το ασυμβίβαστο να υπάρχει μεταξύ Βουλευτού και Υπουργού και χρονικός περιορισμός (θητεία) να καθιερωθεί για τους Υπουργούς, ενδεχομένως και για τους βουλευτές, αλλά και απαγόρευση στο να μπορούν οι υπουργοί να είναι υποψήφιοι βουλευτές κατά τις αμέσως επόμενες εθνικές εκλογές ή Ευρωεκλογές. 

———–.———–

7) Αρθρ. 86 του Συντάγματος (Ποινική ευθύνη των Υπουργών).

Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή (αρθρ.86Σ) και με τον νόμο (3126/2003), όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 3961/2011, προβλέπεται ειδική διαδικασία για την ποινική ευθύνη των Υπουργών, που συνήθως φτάνει στο ακαταδίωκτο και στη ατιμωρησία, ιδίως μέσω της προβλεπόμενης προκλητικής και σκανδαλώδους πολύ σύντομης παραγραφής (αποσβεστικής προθεσμίας) των αδικημάτων τους. Φαινόμενο, δυστυχώς, που διεκδικεί παγκόσμια πρωτοτυπία ατιμωρησίας των πολιτικών στη Χώρα μας. Βεβαίως, η συνταγματική αυτή διάταξη θεσπίστηκε αρχικά με καλές προθέσεις και για την προστασία του έργου των υπουργών, αλλά στην πορεία τα πράγματα ξέφυγαν από τον αρχικό τους σκοπό και η σχετική διάταξη μετατρέπει σε διαδικασία ατιμωρησίας των υπουργών ή και παραγραφή των τυχόν αδικημάτων τους, κάτι το οποίο είναι απαράδεκτο και γι΄ αυτό το μείζον αυτό θέμα θα πρέπει να ρυθμισθεί με τη νέα συνταγματική αναθεώρηση.

Η Ελληνική Κοινωνία αξιώνει επιτακτικά από ετών και ιδίως σήμερα και οι συνθήκες επιβάλλουν, να καταργηθεί το ειδικό αυτό νομικό καθεστώς (σε επίπεδο Συντάγματος και ειδικού νόμου) για τις ποινικές ευθύνες των Υπουργών και αυτό πρέπει να γίνει, τόσο ως προς τη διαδικασία άσκησης ή μη της ποινικής δίωξης, όσο και ως προς την παραπομπή τους ή μη σε δίκη, αλλά και ως προς την εκδίκαση, ως κατηγορουμένου, κάθε Υπουργού ή πρώην Υπουργού, που τυχόν εμπλέκεται σε ποινικό αδίκημα, το οποίο έχει σχέση με τα Υπουργικά του καθήκοντα.

Η Βουλή δεν μπορεί να μετατρέπεται, ούτε σε Εισαγγελέα και να έχει αυτή την αποκλειστική αρμοδιότητα για την άσκηση ποινικής δίωξης, ούτε σε Ανακριτή, για ν΄ασκεί προανακριτικά ή ανακριτικά καθήκοντα και ούτε, πολύ περισσότερο, να μετατρέπεται σε Δικαστικό Συμβούλιο, για την παραπομπή ή μη ενός Υπουργού σε δίκη. Εξάλλου, πέραν των άλλων, η σημερινή συνταγματική ρύθμιση προσκρούει σαφέστατα και στην αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Επίσης, δεν είναι δυνατόν, να προβλέπεται ειδική και πολύ σύντομη παραγραφή ή αποσβεστική προθεσμία, η οποία, συνήθως, φθάνει στο ακαταδίωκτο και στην ατιμωρησία.

Επομένως, καθίσταται απολύτως αναγκαίο, ν΄ αναθεωρηθεί η διάταξη αυτή του Συντάγματος (άρθρ.86) και, ακολούθως, να τροποποιηθεί και ο σχετικός νόμος, περί ευθύνης Υπουργών (3126/2003), όπως τροποποιήθηκε με νεότερο νόμο (3961/2011)  και να προβλεφθούν τα εξής:

              I) Την ποινική δίωξη κατά Υπουργού να την ασκεί πάντοτε ο αρμόδιος Εισαγγελέας (και θα έλεγα ο κ. Εισαγγελέας Εφετών), και αφού οπωσδήποτε προηγηθεί Προκαταρκτική Εξέταση, και όχι, όπως ισχύει σήμερα, τη δίωξη να την ασκεί η Ολομέλεια της Βουλής. Κατά της πράξεως αυτής του Εισαγγελέα, να μπορεί όμως ο εγκαλούμενος Υπουργός, να ασκεί προσφυγή ενώπιον του ανώτερου βαθμού Εισαγγελέως, ο οποίος θα αποφασίζει περί αυτού αμετακλήτως.

            II) Την ανάκριση κατά των κατηγορουμένων Υπουργών να την ενεργεί πάντοτε ειδικός Εφέτης Ανακριτής.

            III) Για την παραπομπή ή μη Υπουργού ή Υφυπουργού σε δίκη, ν΄ αποφασίζει πάντοτε το Συμβούλιο Εφετών και μάλιστα σε 5μελή σύνθεση, προεδρευόμενο πάντοτε από Πρόεδρο Εφετών, ύστερα από πρόταση του αρμοδίου Εισαγγελέα Εφετών. Τόσο οι Δικαστές, όσο και ο Εισαγγελέας θα επιλέγονται πάντοτε με κλήρωση. Θα μπορούσε, ως προς το τελευταίο αυτό θέμα, να παραμείνει και η σημερινή ρύθμιση, ν΄ αποφασίζει δηλαδή ένα ειδικό 5μελές Συμβούλιο, το οποίο να αποτελείται από Ανώτατους Δικαστές (του Αρείου Πάγου και του Συμβουλίου Επικρατείας).

             IV) Η εκδίκαση της κάθε σχετικής υπόθεσης κατά Υπουργού ή Υφυπουργού να γίνεται από Ειδικό Δικαστήριο, η σύνθεση του οποίου προβλέπεται και σήμερα από την παραγ. 4 του αρθρ.86 Σ.

             V) Η παραγραφή και η αποσβεστική προθεσμία των αξιόποινων πράξεων των Υπουργών να είναι η ίδια με τους άλλους πολίτες και δεν χρειάζεται οποιαδήποτε συντομότερη παραγραφή (ούτε 5ετής, ούτε λόγω βουλευτικών συνόδων).

            VI) Θα πρέπει να προβλεφθούν ειδικές και σύντομες προθεσμίες για την περάτωση κάθε σχετικής ποινικής υπόθεσης κατά Υπουργού, είτε για την άσκηση ποινικής δίωξης, είτε για την ανάκριση, είτε για την παραπομπή ή μη, και είτε και για την εκδίκαση κάθε σχετικής υπόθεσης. Όλες δε αυτές οι υποθέσεις, για πολλούς λόγους, πρέπει να εκκαθαρίζονται και να περατώνονται σε ιδιαίτερα σύντομο χρονικό διάστημα, χωρίς αυτός ο σύντομος χρόνος ν΄ αποβαίνει εις βάρος της ουσίας της υπόθεσης και της δίκαιης δίκης.

             VII) Σε κάθε, όμως, περίπτωση, τέλος, θα πρέπει η αναθεώρηση του άρθρ. 86 Σ, ιδίως κατά τη δεύτερη φάση της Αναθεωρητικής Βουλής, να γίνει με ιδιαίτερη προσοχή, διότι υπάρχει μέγας κίνδυνος, να φθάσουμε σε σημείο, που οι Υπουργοί να φοβούνται να παίρνουν ή να υπογράφουν αποφάσεις και να οδηγηθούμε στο άλλο άκρο, στη παρακώλυση δηλ. του κυβερνητικού έργου και της  μη αποτελεσματικότητας της κάθε Κυβέρνησης.

Ασφαλώς, απαιτείται αναθεώρηση και της διάταξης του άρθρ. 86 του Συντάγματος, σχετικά με την ποινική ευθύνη των Υπουργών, αλλά θα πρέπει από την επόμενη αναθεωρητική Βουλή να θεσπισθούν και σχετικές εγγυήσεις για τη σύντομη, αντικειμενική και δίκαιη εκκαθάριση των υποθέσεων αυτών.

Επομένως, και η διάταξη αυτή θα πρέπει από την παρούσα Βουλή (προτείνουσα) να συμπεριληφθεί μεταξύ των προς αναθεώρηση διατάξεων, και η επόμενη (Αναθεωρητική) να καθορίσει το ακριβές περιεχόμενο της.

———-.———–

8) Άρθρο 90 § 5 Σ (Επιλογή Ηγεσιών των Ανωτάτων Δικαστηρίων).

Στη διάταξη αυτή (άρθρ. 90 § 5 Σ) προβλέπεται, ότι «οι προαγωγές στις θέσεις του Προέδρου και των Αντιπροέδρων του Συμβουλίου Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου ενεργούνται με Προεδρικό Διάταγμα, που εκδίδεται, ύστερα από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου, με επιλογή μεταξύ των μελών του αντίστοιχου Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως ο νόμος ορίζει».

Με βάση τη συνταγματική αυτή πρόβλεψη, η επιλογή των Ηγεσιών των Ανωτάτων Δικαστηρίων της Χώρας μας γίνεται σήμερα από την εκάστοτε Κυβέρνηση, δηλ. από την Εκτελεστική Εξουσία, με αποτέλεσμα, να δημιουργούνται πολλές φορές σοβαρές υπόνοιες, για την ύπαρξη σχέσεων εξάρτησης μεταξύ της Εκτελεστικής εξουσίας και των Ηγεσιών των Ανώτατων Δικαστηρίων και συνολικά της Δικαιοσύνης.

Προτείνεται, παρά ταύτα, από την πλευρά μας, να διατηρηθεί η τελική επιλογή των Ηγεσιών των Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας από το Υπουργικό Συμβούλιο, καθόσον η διαδικασία αυτή εκφράζει και το λαϊκό στοιχείο, διότι το εκάστοτε Υπουργικό Συμβούλιο, μέσω του Πρωθυπουργού και του κόμματός του, εκλέγονται, κατά τις εθνικές εκλογές, από το λαό.

Θα πρέπει, όμως, να προβλεφθούν και σχετικές ειδικές συνταγματικές εγγυήσεις. Μία από αυτές είναι η επιλογή των Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων να γίνεται υποχρεωτικά μεταξύ των υπηρετούντων Αντιπροέδρων σε καθένα απ΄ αυτά και εφόσον έχουν υπόλοιπο χρόνο υπηρεσίας άνω των δύο ετών. Οι Αντιπρόεδροι να επιλέγονται υποχρεωτικά μεταξύ των 20 αρχαιοτέρων Δικαστών του οικείου Ανωτάτου Δικαστηρίου και εφόσον έχουν και αυτοί υπόλοιπο χρόνο υπηρεσίας άνω των δύο ετών.

Προτείνεται από πολλούς, η επιλογή να γίνεται αποκλειστικά και μόνο από τους ίδιους τους δικαστές, η από ειδικό εκλεκτορικό σώμα (Καθηγητές Παν/μίου των Νομικών Σχολών, εκπρόσωποι των Δικηγορικών Συλλόγων, κ.λπ.). Εκτιμούμε, όμως, ότι και οι δύο αυτές προτάσεις είναι ανεδαφικές, ενέχουν τον κίνδυνο ομαδοποίησης ή και κομματικοποίησης των μελών των Ανωτάτων Δικαστηρίων και υποβαθμίζουν το κύρος των Ηγεσιών τους και της Δικαιοσύνης, και, επί πλέον, στερούνται του λαϊκού στοιχείου, καθόσον κανένα από τα όργανα αυτά δεν είναι εκλεγμένο από τον Ελληνικό λαό, όπως, πράγματι, είναι οι εκάστοτε Κυβερνήσεις.

          Ενδιαφέρουσα είναι και η διατυπωθείσα πρόταση, με την οποία και συμφωνούμε, βάσει της οποίας η Ολομέλεια  του κάθε  Ανώτατου Δικαστηρίου να επιλέγει, δια μυστικής ψηφοφορίας, τρία πρόσωπα από τους υπηρετούντες Αντιπροέδρους και απ΄ αυτούς το Υπουργικό Συμβούλιο να επιλέγει το Πρόεδρο κάθε Ανώτατου Δικαστηρίου. Έτσι, και το λαϊκό στοιχείο, δια του Υπουργικού Συμβουλίου, θα εκφράζεται και η γνώμη της Ολομέλειας των Ανώτατων Δικαστών θα είναι βαρύνουσα, αφού, μάλιστα, θα είναι γνωστές σ΄ αυτούς οι ικανότητες και τα προσόντα κάθε υποψηφίου.

          Ένα ιδιαίτερα σοβαρό θέμα, που απασχολεί και προβληματίζει την Ελληνική Κοινωνία είναι, εάν ένας εν ενεργεία δικαστής ή μόλις αφυπηρετήσει, μπορεί να συμμετέχει σε εκλογικές ή κομματικές διαδικασίες ή σε κυβερνητικές θέσεις. Η πρότασή μου είναι, ότι ο εν ενεργεία δικαστής και ο αμέσως αφυπηρετήσας ή παραιτηθείς δεν μπορεί να συμμετέχει στην παραπάνω διαδικασία και σε κυβερνητικά καθήκοντα. Το έργο ενός δικαστή είναι πολύ σοβαρό και πρέπει να χαρακτηρίζεται ιδίως από το στοιχείο της αντικειμενικότητας και αμεροληψίας. Επειδή, όμως, δεν μπορεί και οι δικαστές, ως Έλληνες πολίτες, να αποστερούνται του δικαιώματος ν΄ ασχολούνται με τα κοινά, θα πρέπει να τεθεί ένα χρονικό όριο από την παραίτησή τους ή την αφυπηρέτησή τους και μετά να μπορούν ν΄ ασχολούνται ελεύθερα με τα κοινά. Και ο χρόνος αυτός θα μπορούσε να είναι η τριετία. Έτσι, δια του τρόπου αυτού, προστατεύεται το κύρος και της ίδιας της Ελληνικής Δικαιοσύνης.

          Σε κάθε περίπτωση, η επιλογή των Ηγεσιών κάθε Ανώτατου Δικαστηρίου είναι ιδιαίτερα σοβαρή υπόθεση, και απαιτείται μεγάλος προβληματισμός και ιδιαίτερη περίσκεψη. Γι΄ αυτό θα πρέπει, οπωσδήποτε, η διάταξη αυτή να συμπεριληφθεί αριθμητικά, κατά την πρώτη φάση, μεταξύ των αναθεωρητέων διατάξεων και στη δεύτερη της Αναθεωρητικής Βουλής, να διατυπωθεί και το ουσιαστικό περιεχόμενο της, ως προς τον τρόπο επιλογής των Ηγεσιών των Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας μας.

———-.———-

9) Άρθρ. 100 του Συντάγματος (Ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου).

Η διάταξη του άρθρου αυτού (100 Σ), όπως αναθεωρήθηκε κατά το έτος 2001, προβλέπει τη λειτουργία του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, τον τρόπο συγκρότησης του και τις αρμοδιότητές του. Δεν προβλέπεται, όμως, από καμία διάταξη, η λειτουργία Συνταγματικού Δικαστηρίου, το οποίο και δεν υπάρχει και δεν λειτουργεί σήμερα στη Χώρα μας. Έτσι, επελέγη από την αρχή και ισχύει και σήμερα, ο «διάχυτος» και «παρεμπίπτων» έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων, δηλ. όλα τα Δικαστήρια της χώρας και όλων των βαθμών και δικαιοδοσιών είναι αρμόδια να εξετάζουν, να ελέγχουν και να κρίνουν οποτεδήποτε τη συνταγματικότητα ή μη ενός νόμου, που εφαρμόστηκε για ένα συγκεκριμένο δικαστικό θέμα.

Υπάρχει, όμως, μέγας κίνδυνος, κατ΄ αυτόν τον τρόπο, να εκδίδονται διαφορετικές, αντιφατικές και αντικρουόμενες αποφάσεις επί του αυτού θέματος και για τον ίδιο νόμο, ήτοι άλλες δικαστικές αποφάσεις να κρίνουν ένα νόμο αντισυνταγματικό και άλλες συνταγματικό. Αυτό δημιουργεί στους πολίτες και στην Κοινωνία εύλογη αβεβαιότητα και ανασφάλεια δικαίου. Εκτός αυτού, υπάρχει και μέγα θέμα χρόνου δικαστικής περαίωσης μιας υπόθεσης, διότι είναι δυνατόν η αντισυνταγματικότητα να κηρυχθεί στα ανώτατα ακυρωτικά δικαστήρια, οπότε αρχίζει η όλη διαδικασία πάλι από την αρχή (από το Πρωτοδικείο ή και το Ειρηνοδικείο και με δικαίωμα άσκησης και πάλι όλων των ένδικων μέσων).

Προκειμένου ν΄ αντιμετωπισθούν τα προβλήματα αυτά (και πολλά άλλα σχετικά) και για να επιτυγχάνεται ταχεία, ενιαία και οριστική κρίση επί θεμάτων αντισυνταγματικότητας νόμων, θα πρέπει να προβλεφθεί στο Σύνταγμά μας και με τη νέα Αναθεώρηση, όπως συμβαίνει σε πολλές άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η ίδρυση ειδικού Συνταγματικού Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο αυτό, πέραν των θεμάτων αντισυνταγματικότητας των νόμων, που θα είναι το βασικό αντικείμενό του, θα είναι και διάδοχο του σημερινού Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου για όλες τις σχετικές αυτές αρμοδιότητές του, και μάλιστα θα έχει μόνιμη και σταθερή σύνθεση, για την οποία θ΄ αποφασίσει ειδικότερα η επόμενη Αναθεωρητική Βουλή. Βεβαίως, σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να ληφθεί ειδική μέριμνα, ώστε το Ανώτατο αυτό Δικαστήριο, να μην υπερφορτωθεί με πολλές υποθέσεις και, πολλές φορές, ελάσσονος σημασίας και έτσι να καθίσταται βραδυκίνητο και αναποτελεσματικό, καθόσον έχει ιδιαίτερη σημασία και η ταχύτητα έκδοσης αποφάσεων από το ανώτατο αυτό Δικαστήριο.

Για την ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου στη χώρα μας είναι αντίθετοι οι Διοικητικοί Δικαστές της χώρα μας, και μάλιστα την αντίθεσή τους διετύπωσε δημόσια σε πρόσφατη δήλωσή της η Πρόεδρος της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών. Επίσης, και το Συμβούλιο της Επικρατείας εξέφρασε παλαιότερα την αντίθεσή του με το υπ΄ αριθμ. 4/2007 πρακτικό του.

Ανεξάρτητα, όμως, προς όλα τ΄ ανωτέρω, θα πρέπει και η διάταξη αυτή του άρθρ. 100 Σ να συμπεριληφθεί, αριθμητικά, μεταξύ των αναθεωρητικών διατάξεων προς αναθεώρηση και η επόμενη Αναθεωρητική Βουλή ν΄ αποφασίσει για το περιεχόμενό της.

———-.————

Β). ΑΛΛΕΣ ΠΡΟΣ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΕΛΛΑΣΟΝΟΣ ΣΗΜΑΣΙΑΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ:

Εκτός των ανωτέρω προς αναθεώρηση, μείζονος σημασίας διατάξεων, θα πρέπει να τεθούν προς συζήτηση και ν΄ αναθεωρηθούν και οι εξής ακόμη διατάξεις:

10) Αρθρ. 6 και 7 του Συντάγματος (Προσωρινή κράτηση και όχι Προφυλάκιση).

Όπως είναι γνωστό, με το νόμο 1128/1981, ο οποίος επέφερε σημαντικές καινοτομίες στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, η «προφυλάκιση» λέγεται, πλέον, «προσωρινή κράτηση», όπως συμβαίνει και διεθνώς. Αυτό ορίζουν και οι ισχύουσες διατάξεις των αρθρ. 281-299 του Κ.Π.Δ., όπως και όλες οι άλλες σχετικές διατάξεις, οι οποίες αναφέρονται στην προσωρινή κράτηση.

Επομένως, είναι λάθος το Σύνταγμα, και, μάλιστα, μετά από 25 και πλέον χρόνια και σε αντίθεση με όλη την Ευρώπη, να συνεχίζει να ομιλεί και σήμερα για «προφυλάκιση» και για το λόγο αυτό, θα πρέπει ν΄ αναθεωρηθούν (διορθωθούν) οι σχετικές διατάξεις του, ήτοι τα ως άνω άρθρα 6 και 7 Σ, τα οποία σήμερα ομιλούν για «προφυλάκιση», αντί της ορθής διατύπωσης «προσωρινή κράτηση».

———-.———-

11) Άρθρ. 21 § 2 Σ (Προστασία του γάμου και της οικογένειας – Τρίτεκνες οικογένειες)

Με την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού (21 Σ) προβλέπεται, ότι οι πολύτεκνες οικογένειες (όπως και άλλες κατηγορίες κοινωνικών ομάδων) απολαμβάνουν ειδικής φροντίδας από το Κράτος.

Είναι, όμως, γνωστό, ότι και οι τρίτεκνες οικογένειες αποτελούν, πλέον, μία ειδική κοινωνική κατηγορία, η οποία απολαμβάνει και αυτή και ορθώς ειδικής προστασίας από το Κράτος και στα περισσότερα θέματα έχει πλήρως εξομοιωθεί με τις πολύτεκνες.

Επομένως, είναι αναγκαίο, και κοινωνικά και δημογραφικά σκόπιμο, να εξισωθεί, και ως προς το θέμα αυτό, και η τρίτεκνη οικογένεια με την πολύτεκνη και να συμπληρωθεί στην εν λόγω διάταξη (άρθρ. 21 § 3 Σ) η εξής διατύπωση «πολύτεκνες και τρίτεκνες οικογένειες ….. έχουν δικαίωμα ειδικής φροντίδας από το Κράτος». Αυτό επιβάλλεται και από τη γνωστή ιδιαίτερα επικίνδυνη υπογεννητικότητα στη χώρα μας, εν αντιθέσει με την επίσης πολύ γνωστή πολυγεννητικότητα, ακόμη σήμερα και στη χώρα μας, οικογενειών άλλων εθνοτήτων.

Επομένως, και η διάταξη αυτή θα πρέπει, στην πρώτη φάση, να συμπεριληφθεί μεταξύ των αναθεωρητέων διατάξεων.

———-.———-

12) Αρθρ. 51 του Συντάγματος (Αριθμός Βουλευτών).

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ. 51 § 1 Σ «Ο αριθμός των βουλευτών καθορίζεται δια νόμου, δεν δύναται, όμως, να είναι μικρότερος των διακοσίων, ούτε μεγαλύτερος των τριακοσίων». Βάσει της διάταξης αυτής του Συντάγματος, ο αριθμός των βουλευτών του Ελληνικού Κοινοβουλίου ανέρχεται στους τριακόσιους (300), δηλ. στον ανώτερο προβλεπόμενο αριθμό.

Φαίνεται, όμως, ότι στην Ελληνική Κοινωνία έχει ωριμάσει η ιδέα, για να μειωθεί ο αριθμός των Βουλευτών και αυτό ιδίως, λόγω της σημερινής οικονομικής κρίσης και της επιβαλλόμενης οικονομίας σε όλους τους τομείς, αλλά και διότι, αναλογικά έχουμε το μεγαλύτερο αριθμό Βουλευτών από τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης. Εκτός από τους λόγους αυτούς, και ο νέος «Καλλικράτης», που μεταβίβασε πολλές αρμοδιότητες στους νέους Δήμους και στις Περιφέρειες, δημιουργεί προβληματισμό για τον αριθμό των Βουλευτών του Ελληνικού Κοινοβουλίου. Θα πρέπει δηλ. να ενισχυθεί περισσότερο η Περιφερειακή εκπροσώπηση και να μειωθεί η Κεντρική (σε αριθμό Βουλευτών και Υπουργών). Επομένως, είναι αναγκαίο, κατά τη συζήτηση, που θα γίνει, για την Αναθεώρηση του Συντάγματος, να συμπεριληφθεί προς εξέταση και συζήτηση και το θέμα αυτό και τελικά να συμπεριληφθεί η διάταξη του άρθρ. 51 Σ μεταξύ των προς αναθεώρηση διατάξεων.

Αυτό δε, δηλαδή η μείωση του αριθμού των βουλευτών, μπορεί να γίνει με δύο τρόπους:

α)  Νέος σχετικός νόμος, όπως προβλέπεται από την παραγ. 1 του αρθρ. 51 Σ, να ορίσει το νέο αριθμό των βουλευτών του Ελληνικού Κοινοβουλίου, και επομένως δεν χρειάζεται οποιαδήποτε σχετική Αναθεώρηση. Στην περίπτωση αυτή η μείωση, όπως προαναφέρθηκε, δεν μπορεί να γίνει κάτω των 200 βουλευτών, διότι έτσι ορίζει το άρθρο 51 του Συντάγματος.

β) Άλλως, ν΄ αναθεωρηθεί η διάταξη αυτή του Συντάγματος και να αναφέρει, ότι «ο αριθμός των βουλευτών ορίζεται με νόμο, δεν μπορεί, όμως, να είναι μικρότερος από εκατόν πενήντα (150), ούτε μεγαλύτερος από διακόσιους πενήντα (250)» ή σε όποιους αριθμούς ήθελε αποφασισθεί από την επόμενη Αναθεωρητική Βουλή.

———-.———–

13) Άρθρο 78 Σ (Απαγόρευση αναδρομικής επιβολής φόρων)

Όπως προκύπτει από τη σημερινή διατύπωση της διάταξης αυτής (άρθρ. 78 §2 Σ), περιορίζεται (και ορθώς) η δυνατότητα αναδρομικής ισχύος διατάξεως, που προβλέπει την επιβολή νέων φόρων. Δυστυχώς, όμως, πολλές φορές παραβιάζεται η διάταξη αυτή και πάντοτε με επικαλούμενα διάφορα προσχήματα, όπως τελευταίως συνέβη με τα μνημόνια. Πέραν των ανωτέρω, είναι απολύτως αναγκαίο και δίκαιο, στη διάταξη αυτή, να συμπεριληφθεί ειδική διάταξη, βάσει της οποίας νέοι φόροι θα μπορούν να επιβληθούν μόνο για το επόμενο οικονομικό έτος και μετά, εν σχέσει με το χρόνο που ψηφίζεται ο σχετικός νόμος. Έτσι δεν θα αιφνιδιάζονται οι πολίτες και ο επιχειρηματικός κόσμος και δεν θα ανατρέπονται οι οικονομικοί τους σχεδιασμοί και προϋπολογισμοί.

————.—————-

14) ΄Αρθρ. 108 Σ (Απόδημος Ελληνισμός)

Το άρθρο αυτό (108 Σ) προβλέπει ότι, «Το Κράτος μεριμνά για τη ζωή του απόδημου Ελληνισμού…….».

Η λέξη, όμως, «απόδημος» δεν είναι δόκιμη, διότι προφανώς εννοεί μόνο τους ανθρώπους, που εγκατέλειψαν τον τόπο τους και ζουν στο Εξωτερικό, δηλ. αυτούς που μετανάστευσαν εκτός Ελλάδος.

Προφανώς, όμως, ο Συνταγματικός Νομοθέτης, με τη διάταξη αυτή, αξιώνει το Κράτος να δείχνει τη μέριμνα και το ενδιαφέρον του για όλους τους Έλληνες, που βρίσκονται εκτός του Ελλαδικού χώρου και ειδικότερα, είτε μετανάστευσαν, είτε γεννήθηκαν από Έλληνες μετανάστες σε άλλη χώρα, είτε μένουν σε περιοχές που γεωγραφικά δεν ανήκουν πλέον στην Ελληνική Επικράτεια (Β. Ήπειρος, Ίμβρος, Τένεδος, Ανατολική Θράκη, Ιωνία, Κωνσταντινούπολη, κ.λπ.). Δεν ομιλώ, βέβαια, για τους Κυπρίους, διότι αυτοί έχουν ανεξάρτητο δικό τους κράτος, και το ενδιαφέρον  της χώρας μας για τους Κύπριους εκδηλώνεται κατ΄ άλλους πολλούς τρόπους.

Επομένως, το ορθότερο είναι, αντί της λέξης «απόδημος» να χρησιμοποιείται στο Σύνταγμα η λέξη «Ελληνισμός της Διασποράς».

Για τους λόγους αυτούς, θα πρέπει ν΄ αναθεωρηθεί η διάταξη του άρθρ. 108 Σ και να αναγράφεται σ΄ αυτή «Ελληνισμός της Διασποράς».

Συνακόλουθα, θα πρέπει ν΄ αναθεωρηθεί, ως προς την ονομασία του, και η διάταξη της παραγ.2 του ιδίου άρθρου για το ΣΑΕ (Συμβούλιο Απόδημου Ελληνισμού).

Ένα απολύτως συναφές θέμα είναι το δικαίωμα ψήφου των Ελλήνων του Εξωτερικού. Το θέμα αυτό είναι πολύ σοβαρό, αλλά μπορεί και πρέπει να ρυθμισθεί και να λυθεί με νόμο και δεν χρειάζεται συνταγματική πρόβλεψη, αν και, λόγω της σοβαρότητάς του, θα μπορούσε να υπάρξει και συνταγματική πρόβλεψη.

———–.———–

15) Άρθρ. 109 του Συντάγματος (Κληροδοτήματα)

Η διάταξη αυτή αναφέρεται στα κληροδοτήματα και ειδικότερα πότε και πως μπορεί να μεταβληθεί το περιεχόμενο ή οι όροι μιας τέτοιας διαθήκης κ.λπ.

Στην παράγραφο 3 του ιδίου άρθρου αναφέρεται, ότι «Νόμος ορίζει τα σχετικά με τη σύνταξη μητρώου κληροδοτημάτων γενικά και ανά περιφέρεια…..».

Παρά το ότι, με την Αναθεώρηση του έτους 2001, προστέθηκε η τελευταία αυτή παράγραφος και παρά την παρέλευση από τότε δεκαεπτά (17) ετών, όμως, μέχρι σήμερα, ούτε πλήρες μητρώο των κληροδοτημάτων έγινε, ούτε καταγραφή και ταξινόμηση των περιουσιακών στοιχείων και ούτε καλύτερη διοίκηση, διαχείριση και αξιοποίηση επετεύχθη. Αντιθέτως, παραμένουν αναξιοποίητα ή και άγνωστα πολλά κληροδοτήματα ή και παραβιάζεται σε πολλές περιπτώσεις η βούληση του διαθέτη.

Επομένως, είναι ανάγκη, να αναθεωρηθεί και πάλι και η διάταξη αυτή και να προστεθεί άλλη περισσότερο ειδική και συγκεκριμένη ρύθμιση. Θα πρέπει, ειδικότερα, το Σύνταγμα να έχει επιτακτική διάταξη, ώστε να καταγραφούν αμέσως όλα τα κληροδοτήματα και να αξιοποιηθούν τα περιουσιακά τους στοιχεία, αλλά να γίνεται απολύτως σεβαστή και η βούληση του διαθέτη, τόσο ως προς το σκοπό, όσο και ως προς τη Διοίκηση κάθε κληροδοτήματος. Αυτό, είναι ανάγκη να γίνει και ιδίως σήμερα, που η χώρα αντιμετωπίζει πολλά και οξύτατα οικονομικά προβλήματα και τα μέχρι τώρα αναξιοποίητα κληροδοτήματα της χώρα μας μπορούν, ίσως, να βοηθήσουν ουσιαστικά προς την κατεύθυνση αυτή.

———–.———–

16) Άρθρο 110 Σ (Αναθεώρηση του Συντάγματος):

Η διάταξη αυτή προβλέπει τη διαδικασία της Αναθεώρησης του Συντάγματος και, μάλιστα, όπως προαναφέρθηκε, θέλει δύο Βουλές για την ολοκλήρωση μιας αναθεωρητικής διαδικασίας και με την παρεμβολή βουλευτικών εκλογών. Κρίσιμο σήμερα θέμα είναι, εάν πρέπει ν΄ απλοποιηθεί η διαδικασία αυτή και εάν μία αναθεώρηση μπορεί να ολοκληρωθεί από μία μόνο Βουλή, χωρίς να παρεμβάλλονται εκλογές. Θεωρούμε, ότι θα πρέπει η αναθεώρηση να ολοκληρώνεται από τη μία μόνο Βουλή και χωρίς την παρεμβολή εκλογών. Σε κάθε, όμως, περίπτωση, θα πρέπει από την παρούσα Προτείνουσα (Προαναθεωρητική) Βουλή να προταθεί η αναθεώρηση και της διάταξης αυτής και η επόμενη (Αναθεωρητική) ν΄ αποφασίσει για το περιεχόμενό της.

          Διατυπώνεται από πολλούς η άποψη, ότι η προβλεπόμενη από την παράγραφο 6 του ίδιου άρθρου (110Σ) προθεσμία των πέντε ετών από την περάτωση της προηγούμενης Αναθεώρησης, είναι μεγάλη ή ακόμη, ότι δεν πρέπει να υπάρχει κανένας τέτοιος χρονικός περιορισμός. Επίσης, διατυπώνεται και η άποψη, ότι ο περιορισμός αυτός των 5 ετών, να ισχύει μόνο για τις αναθεωρηθείσες τελευταία διατάξεις και όχι για όλες τις διατάξεις και να μπορεί να γίνει οποτεδήποτε αναθεώρηση για τις υπόλοιπες μη αναθεωρηθείσες με την τελευταία διαδικασία.

          Προβάλλεται έντονα και η άποψη και, μάλιστα, εξαγγέλλεται από επίσημα χείλη, ότι είναι δυνατόν για ορισμένες διατάξεις του Συντάγματος, προκειμένου αυτές ν΄ αναθεωρηθούν, να προηγηθούν σχετικά δημοψηφίσματα, δηλ. να ερωτάται άμεσα ο ελληνικός λαός.

Η άποψη, όμως, αυτή, πέραν του ότι έχει σαφέστατα στοιχεία επικίνδυνου λαϊκισμού, πέραν του ότι υποβαθμίζει και υποτιμά το θεσμό του Κοινοβουλίου, ως «Ναού της Δημοκρατίας», ιδίως προσβάλλει ευθέως αυτό τούτο το Σύνταγμα, και ειδικότερα, δείχνει χαρακτηριστική ασέβεια προς το άρθρ. 110 του Συντάγματος. Το άρθρο αυτό ρητά προβλέπει και ρυθμίζει κάθε αναθεωρητική διαδικασία και σε κανένα σημείο του δεν γίνεται λόγος για δημοψηφίσματα, προκειμένου ν΄ ακολουθήσει σχετική αναθεώρηση.

Βεβαίως, το άρθρο (110 Σ) προβλέπει μία πολύπλοκη διαδικασία για κάθε αναθεώρηση, και βεβαίως πρέπει να συζητηθεί εάν πρέπει ν΄ αναθεωρηθεί και να γίνει απλούστερη, όπως π.χ. να μην απαιτούνται δύο Βουλές για την ολοκλήρωση μιας Αναθεώρησης. Αυτό, όμως, είναι τελείως άλλο θέμα και δεν έχει καμία σχέση με την παραβίαση, δια του δημοψηφίσματος, του νομίμως ψηφισμένου και ισχύοντος Συντάγματος.

————.———–

17) Συμβούλιο της Δημοκρατίας:

Υποστηρίζεται από πολλούς, ότι θα πρέπει, να προβλεφθεί στο Σύνταγμα η λειτουργία ενός «Συμβουλίου της Δημοκρατίας». Το Σώμα αυτό, όπως υποστηρίζεται, θα πρέπει να λειτουργεί παρά τω Προέδρω της Δημοκρατίας και να είναι καθαρά γνωμοδοτικό όργανο. Είναι αυτονόητο, ότι το Συμβούλιο αυτό θα επιλαμβάνεται, αποκλειστικά και μόνο, με θέματα που είναι της αποκλειστικής αρμοδιότητας του Προέδρου της Δημοκρατίας.

Έτσι, θα προστατεύεται το πρόσωπο του Προέδρου, και θα προσδίδει στις αποφάσεις του ηυξημένο κύρος. Η σύνθεση του Οργάνου αυτού θα πρέπει να είναι απολύτως αξιοκρατική. Όμως και το θέμα αυτό, θα το αντιμετωπίσει η επόμενη Αναθεωρητική Βουλή.

———–.———-

18) Διαδίκτυο:

Εκτιμώ, ότι είναι απόλυτη ανάγκη, με συνταγματική ρύθμιση, ν΄ αντιμετωπισθεί η σημερινή ασύδοτη χρήση (που νομίζω ότι θα επιδεινωθεί έτι περαιτέρω) του Διαδικτύου. Ασφαλώς, συμμερίζομαι και αντιλαμβάνομαι τις τεχνικές δυσκολίες και τα ισχύοντα στο διεθνές περιβάλλον ως προς το θέμα αυτό, αλλά δεν μπορεί να συνεχιστεί η σημερινή δηλητηριώδης κατάσταση, που έχει σχέση με τα δικαιώματα κάθε πολίτη, το δημόσιο βίο και τη λειτουργία των θεσμών της χώρας μας. Το θέμα αυτό ασφαλώς μπορεί να ρυθμισθεί και με νόμο μόνο. Λόγω, όμως, της σοβαρότητας του προβλήματος αυτού και της μετά βεβαιότητος επιδείνωσης στο μέλλον της κατάστασης διεθνώς και στη χώρα μας, προτείνεται η μέσω του Συντάγματος αποτελεσματική αντιμετώπιση του οξύτατου αυτού προβλήματος.

———–.———-

19). Υποστηρίζεται από μερικούς, ότι θα πρέπει να αφαιρεθεί από την προμετωπίδα του κειμένου του Συντάγματος η φράση ότι «Εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος».

Επίσης, ότι θα πρέπει ν΄ απαλειφθεί και το άρθρο 3 του Συντάγματος, το οποίο αναφέρεται στις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας και ειδικότερα, ότι θα πρέπει να θεσμοθετηθεί συνταγματικά ο χωρισμός Κράτους και Εκκλησίας.

Για ν΄ αντιμετωπίσει κανείς τα θέματα αυτά με υπευθυνότητα, θα πρέπει να λάβει υπόψη του μία αδιαμφισβήτητη και αναντίρρητη πραγματικότητα και αυτή είναι ότι, πράγματι, η επικρατούσα θρησκεία στη χώρα μας είναι η της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και ότι το 97% των Ελλήνων ήταν πάντοτε και είναι και σήμερα Ορθόδοξοι Χριστιανοί. Υπό το δεδομένο αυτό, δεν είναι δυνατόν μία πολύ μικρή μειοψηφία του 3% περίπου να επιβάλλει την άποψή της στη συντριπτική πλειοψηφία του 97%.  Εξάλλου, το θέμα του προβαλλόμενου χωρισμού Κράτους και Εκκλησίας είναι άνευ αντικειμένου, διότι σε όλα σχεδόν τα ουσιώδη θέματα υπάρχει και σήμερα χωρισμός και διάκριση αρμοδιοτήτων και ποτέ δεν παρεμβαίνει το Κράτος στα θέματα της Εκκλησίας και αντιστρόφως.

          Αναφορικά δε με το θέμα της ανεξιθρησκείας, σχετική είναι και η διάταξη του άρθρου 13 του Συντάγματος, στο οποίο ρητά ορίζεται ότι «Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη».

———–.————

Αυτές είναι, κατά τη γνώμη μας, οι βασικές διατάξεις, των οποίων προτείνεται η Αναθεώρηση. Από τη συζήτηση, όμως, και το διάλογο, που προ πολλού έχει ανοίξει, μπορούν να προταθούν και άλλες διατάξεις προς Αναθεώρηση, όπως π.χ. το θέμα της καθιέρωσης, με συνταγματική επιταγή, πάγιου και μόνιμου εκλογικού συστήματος στη χώρα μας και άλλες διατάξεις. Εξάλλου, όπως προαναφέρθηκε, οι προτάσεις όλων των Κομμάτων για την Αναθεώρηση του 2007/2008, που, όπως επίσης προαναφέρθηκε, δεν ολοκληρώθηκε τότε, είναι πληρέστατες, και μπορούν, ασφαλώς, να προσαρμοσθούν στα σημερινά δεδομένα. Όπως, επίσης, μπορούν να κάνουν σχετικές προτάσεις και τα νέα κόμματα στη σημερινή Βουλή και που δεν ήταν το έτος 2007.

Σε κάθε, όμως, περίπτωση, η όλη αναθεωρητική διαδικασία, που θ΄ ακολουθηθεί, θα πρέπει να διακρίνεται από την επιβαλλόμενη και αναγκαία σοβαρότητα και θεσμική υπευθυνότητα, μακριά από λαϊκισμούς και θα πρέπει, ασφαλώς, να επιδιωχθεί και η, κατά το δυνατόν, μεγαλύτερη συναίνεση όλων των Πολιτικών Δυνάμεων της Χώρας και να μην επαναληφθεί το απαράδεκτο φαινόμενο της ιδιαίτερα περιορισμένης προηγούμενης Αναθεώρησης του 2007/2008. Αυτό αξιώνει σήμερα επιτακτικά η πλειοψηφία της Ελληνικής Κοινωνίας και αυτό πρέπει να επιδιωχθεί και να επιτευχθεί. Πρόκειται για μία μοναδική και μεγάλη ευκαιρία, για να διορθωθούν μεγάλες παθογένειες και τεράστια προβλήματα πολλών δεκαετιών και για να μπουν σταθερά, υγιή και σύγχρονα θεμέλια για την ανοικοδόμηση και ανόρθωση, από κάθε πλευρά, της χώρας μας. Αυτό επιδιώκεται με την παρούσα πρότασή μας και γι΄ αυτό συμμετέχουμε με την παρούσα πρότασή μας στο δημόσιο διάλογο για την επικείμενη και επιβαλλόμενη νέα Αναθεώρηση του Συντάγματος».

——–.——–